Η Μαρία, μια νέα κοπέλα που ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη, περνάει τις καλοκαιρινές της διακοπές στο Πήλιο. Εκεί, σ’ ένα αγρόκτημα, ζει δυο μήνες κοντά στον αρχιτέκτονα Νίκο Μακρή και στο μικρό γιο του.
Περνούν μέρες δύσκολες, μέρες όμορφες, κι αυτοί οι δύο τόσο ανόμοιοι χαρακτήρες δένονται με τα αόρατα δεσμά της αγάπης. Ερωτεύονται δυνατά, χωρίζουν, πονούν και, τελικά, υπερνικώντας τις διαφορές τους οδηγούνται ακλόνητοι σε κοινή πορεία.
Ο έρωτας, η συγκίνηση και η ανθρωπιά δεν εγκαταλείπουν το ζευγάρι, που δακρύζει, ματώνει, αλλά προχωρά κατακτώντας το πεπρωμένο του.
«…Δεν αισθάνονταν παρά μόνο τους παλμούς της καρδιάς τους. Το κορμί του Νίκου ταίριαζε τόσο όμορφα σε κάθε καμπύλη δική της… Εναρμονίστηκαν οι στιγμές, ακουμπούσαν οι αισθήσεις στους ίδιους πόθους και δεν ήταν για τη Μαρία πάθος και ξέσπασμα ξέφρενο, ήταν πραγματικός έρωτας, ουσιαστικός.(…)
»Ναι, τον αγαπώ, παραδέχτηκε μέσα της, τον αγαπώ, γι’ αυτό πονάω που θα φύγω. Τον αγαπώ και προσπαθώ να του το κρύψω, όμως αυτό είναι τόσο δύσκολο… Πώς να το καταφέρω όταν τον κοιτώ και νιώθω να λυγάνε τα γόνατά μου, όταν θέλω να τον χαϊδέψω και τρέμω από την προσπάθεια να μην προδοθώ;»