«Άπιστε κι αισχρέ, την πράξη σου την απαίσια ακόμα δεν κατάλαβες;
»Ξέρω, είσαι από μακριά κι έχεις δική σου πίστη και θεούς, μα τη μητέρα φύση τόλμησες να βλάψεις;
»Αυτή που σε κάθε σώμα άψυχο σπλάχνα έδωσε και σωθικάνα ζει, να σκέφτεται, αισθήματα να νιώθει;
»Που έπλασε κάθε πέτρα και κλαρί στη γη ετούτη;
»Που είναι πλάστης της ψυχής, της γέννησης, της άνοιξης, του δροσερού νερού;
»Η πράξη σου αυτή θα μείνει στου κόσμου αυτού τα χρονικά.
»Γιατί όποιος τη φύση καταστρέφει, επάνω του η μοίρα ρίχνει τις δολερές κατάρες».
Μια ξεχασμένη ιστορία ενός αδικημένου ημίθεου, ο οποίος, αφήνοντας πίσω του την ουτοπική κατοικία των θεών, έρχεται αντιμέτωπος με τα προβλήματα του κόσμου των θνητών, όπως την καταστροφή της φύσης, την αλαζονεία της εξουσίας και τις ανισότητες της ανθρώπινης κοινωνίας.