Πριν από μερικά χρόνια, κουβεντιάζοντας μ’ έναν πολύ νέο άνθρωπο,
ανέφερα πως είχα ολοκληρώσει ένα γραφτό για τη ζωή μου μέσα στο
‘Αουσβιτς και σκόπευα να το δημοσιεύσω.
Η απάντησή του, που για χρόνια με βασάνιζε, ήταν:
“Τι μανία έχετε εσείς οι παλιοί που βασανιστήκατε,
να μιλάτε συνέχεια για τις πείνες, τις κακουχίες, τους εξευτελισμούς και
γενικά τις ατυχίες της ζωής σας. Πόλεμος ήταν, στέρηση υπήρχε, φυσικό ήταν
να ζήσετε έτσι.
“Πάψτε πια να μας βασανίζετε με τις θλιβερές μνήμες σας.
Η ζωή μας είναι τόσο άδεια, τόσο φορτωμένη από αγωνία κι ανασφάλεια. Δεν της
χρειάζονται κι οι ενοχές για το παρελθόν των σφαγμένων γερόντων…
‘Εμεινα άφωνη, χωρίς να ξέρω αν έπρεπε ν’ απαντήσω κάτι οργισμένο
ή έστω συγκαταβατικό.
Το αποτέλεσμα όμως ήταν να παραμείνουν τα γραφτά μου, χρόνια χωρίς
να τα ξανασκεφτώ.
‘Ωσπου τώρα τελευταία, ο ίδιος νεαρός με συνάντησε μιά μέρα,
“τα ‘γραψες, για να κάθονται στο συρτάρι;” μου είπε. “Ξέρεις πόσοι νέοι διψάνε να μάθουν
την ιστορία του ανθρώπου;”
‘Εμεινα και πάλι άφωνη. Σαν ένα ρεύμα, ηλεκτρικό ρεύμα υψηλής τάσεως,
να περπάτησε στη σπονδυλική μου στήλη.
Β.Σ.