“Mη διστάζεις, αναγνώστη.
“H αλήθεια είναι πως το καράβι όπου βρίσκεσαι δεν έχει ούτε τιμόνι ούτε
καρίνα. Oύτε πανιά.
“Eδώ και καιρό έχουν σκουριάσει τα βαρούλκα, σάπισε το κατάστρωμα όπου
γυρίζουν, σαν αλμυρά μπακαλιαράκια, οι ναύτες.
“Tο καράβι μπάζει
νερά, κι όμως, σαν από μέγα θαύμα, συνεχίζει να πλέει, καθώς υπόγεια
κι αόρατα θαλάσσια ρεύματα το πηγαίνουν, σαν ύφαλα μηχανήματα, μια προς
την ανατολή, μια προς τη δύση, το βορρά ή το νότο.
“Δεν υπάρχει πυξίδα στο πλοίο, τους χάρτες τούς έκαναν τσιγάρα και τους
φουμάρισαν εδώ και καιρό, τα μάτια έχουν ξεθωριάσει απ’ την αέναη
ενατένιση του πελάγους. Ό,τι υπήρχε έχει φαγωθεί.
“Tο πλοίο όμως έχει καπετάνιο· υπάρχει κάποιος που σηκώνει τα κιάλια
του και γράφει στο ημερολόγιό του τα όσα βλέπει”.
“Κι έτσι, μια μέρα, στις 6 Απριλίου 2141, τα χαράματα, ο καπετάνιος
είδε κάτι μέσα στη μεταλλική στεφάνη, στα κιάλια του. ΚΑΤΙ που
κατευθυνόταν προς το πλοίο του, δημιουργώντας μέσα του πανικό. Το χέρι
του άρχισε να τρέμει τη στιγμή που είδε πως…, αλλά θα τα πούμε
αργότερα.
“Αν κοίταζες κι εσύ ο ίδιος μέσα απ’ αυτά τα κιάλια,
αναγνώστη, θα έβλεπες τους ανθρώπους που ζούσαν διακόσια χρόνια πριν.
“Αλλά… θα τα πούμε αργότερα.
Tο σενάριο της ταινίας του Kουστουρίτσα Underground βασίζεται σ’
αυτό το μυθιστόρημα του Nτούσαν Kοβάτσεβιτς. H ταινία βραβεύτηκε με το
Xρυσό Φοίνικα των Kαννών.
Πρόλογος
του
Παύλου Μάτεσι
Η μαγεία στον Ντούσαν Κοβάτσεβιτς (θέατρο και
πεζογραφία) παρασκευάζεται σε χειροποίητο εργαστήριο, με πρώτες ύλες
απόλυτα υλικές, χωμάτινες, αιμάτινες: από πατρική γη που κραυγάζει
αποχαιρετώντας “ποτέ πια”, από ευτελείς καθημερινές πράξεις και
ευτελείς καθημερινές ιεροτελεστίες, από χιούμορ, που όμως είναι
αρχοντικό προσωπείο ευγενούς απελπισίας.
Καρπός της αλχημείας αυτής είναι ένα μήλο από
μηλιά που οι ρίζες της έχουν τραφεί με νερά μη πόσιμα, και από λύματα
ίσως. Ο καρπός όμως είναι παρήγορα εξαίσιος, μήλο μουσικών γεύσεων.
Αυτό το είδος πρώτης ύλης χαρίζει στο ρεαλισμό
του “Ήταν κάποτε μια χώρα” το διαβατήριο να ανέλθει στον ουρανό. Ή να
εντάξει και τον ουρανό στο ρεαλιστικό χώρο. Τώρα, όπως -αναλόγως όμως-
έχει γίνει στη Λατινική Αμερική, ο ρεαλισμός διαστέλλεται ως γαλαξίας
και πλέον έχει πολιτογραφήσει ως “πραγματικά”, “ρεαλιστικά”, τα
αδέσποτα στοιχεία όπως ο Μυθώδης Τρόπος, ο Ονειρικός Τρόπος, το
ανερμήνευτο όνειρο, η περιπλανώμενη σκέψη που δεν ειπώθηκε, η
χαρτογράφηση του Μη Φυσιολογικού Χώρου, η χειρονομία που δεν ξεκίνησε,
το χάδι που δε δεχτήκαμε.
Ο συγγραφέας μας (γιατί ΕΙΝΑΙ συγγραφέας ΜΑΣ)
γνωρίζει να παρουσιάζει αποφασιστικά την εθνική φυσιογνωμία του Γένους
του όπως είναι, χειροποίητη και αχειροποίητη, χωρίς καθόλου να διστάσει
μήπως οι “άλλοι” θα την ήθελαν αλλιώς, ή όπως θα την προτιμούσαν οι
λεγόμενες προοδευτικές λογοτεχνικές αγορές.
Και έτσι, με αυτή την αυθεντικότητα, διατηρεί
στα γραπτά του το σπαρακτικά Ωραίο, το πανηγυρικά Αστείο. Το έργο του
συνοδεύει ο αναστεναγμός του αναγνώστη, πλάι πλάι με το χαμογελαστό
αναστεναγμό που, από αρχοντιά, δεν επιτρέπει στον εαυτό του ο
συγγραφέας.