Για µένα, ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι ο µεγαλύτερος Έλληνας συνθέτης της λαϊκής µας µουσικής και µια από τις µεγαλύτερες προσωπικότητες της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Μεγαλύτερος των µαθητών του, Μάνου και Μίκη, µεγαλύτερος των προπατόρων του, Μάρκου, Μπάτη, Χατζηχρήστου και Παπάζογλου, µεγαλύτερος και των συγχρόνων του, Καλδάρα, Παπαϊωάννου και λοιπών. Γιατί ο Βασίλης Τσιτσάνης, εκτός όλων των άλλων, υπήρξε κι ένας εκσυγχρονιστής µισόν αιώνα νωρίτερα από όλους στην τέχνη του. Ένας εκσυγχρονιστής που δεν πιάστηκε στις δαγκάνες του “δέοντος και του ωφελίµου”. ?ιέσχισε τις πιο δύσκολες εποχές του ελληνισµού στον προηγούµενο αιώνα, Κατοχή και Εµφύλιο. Τις εξέφρασε καίρια και µε καλπασµό έφυγε µακριά, αναζητώντας το νέο, το φρέσκο, το φαντασιακό, το εξωτικό, αλλά και το δίκαιο και το κοινό. Πραγµατικά, αυτό το παιδί από τα Τρίκαλα είχε στα σπλάχνα του τον Προµηθέα. Και παρά τις µεγάλες και κοφτερές µοναξιές της ζωής του, ποτέ δεν έσβησε αυτή η σπίθα από µέσα του.
Όλοι θεωρούν ότι ο Τσιτσάνης ήταν ένας µύστης του ρεµπέτικου τραγουδιού. Αληθές. Μόνο που, από κάποιο σηµείο και πέρα, έπαψε να είναι. Γιατί η φιλοσοφία του “ρεµπέτη” δεν τον εξέφραζε. Ούτε η µουσική του. Με τα βαριά ζεϊµπέκικα και τα βαριά χασάπικα. Τον αργό ρυθµό, το περιορισµένο λεξιλόγιο και την ασφυκτικά κλεισµένη στο υπόγειο του περιθωρίου θεµατολογία.
Ήθελε διακαώς να διαχωρίσει το δρόµο του, γιατί ο δικός του “Μουσικός Κόσµος” διέφερε. Ήθελε να εκφράσει κάτι περισσότερο. Όπως και έκανε.
Ο Τσιτσάνης συνόδεψε το “ξόδι του ρεµπέτικου” τραγουδιού άδοντας µεγαλοπρεπώς τον έρωτα, την κοινωνική πάλη, τον καηµό της ξενιτιάς, τον πόνο του λαού.
Όλοι θεωρούν ότι ο Τσιτσάνης ήταν ένας µύστης του ρεµπέτικου τραγουδιού. Αληθές. Μόνο που, από κάποιο σηµείο και πέρα, έπαψε να είναι. Γιατί η φιλοσοφία του «ρεµπέτη» δεν τον εξέφραζε. Ούτε η µουσική του. Με τα βαριά ζεϊµπέκικα και τα βαριά χασάπικα. Τον αργό ρυθµό, το περιορισµένο λεξιλόγιο και την ασφυκτικά κλεισµένη στο υπόγειο του περιθωρίου θεµατολογία.
Ήθελε διακαώς να διαχωρίσει το δρόµο του, γιατί ο δικός του «Μουσικός Κόσµος» διέφερε.
Ήθελε να εκφράσει κάτι περισσότερο.
Όπως και έκανε.
Ο Τσιτσάνης συνόδεψε το «ξόδι του ρεµπέτικου» τραγουδιού άδοντας µεγαλοπρεπώς τον έρωτα, την κοινωνική πάλη, τον καηµό της ξενιτιάς, τον πόνο του λαού.