«Δεν είχανε περάσει ούτε δέκα μέρες που φίλοι από το Κερατσίνι με είχανε ειδοποιήσει να μην ξεγελαστώ και πατήσω το πόδι μου εκεί. Κίνδυνος θάνατος. Με γυρεύανε δύο Μανιάτες αστυνόμοι, που είχανε ορκιστεί πως, άμα με πιάνανε, δε θα ‘βγαινα ζωντανός από τα χέρια τους. Με θεωρούσαν, λέγανε, υπεύθυνο ότι πρωτοστάτησα, όταν χιλιάδες άνθρωποι, στην Απελευθέρωση, πολιόρκησαν το Τμήμα που υπηρετούσαν και αξίωσαν από το διοικητή τους να τους συλλάβει, γιατί είχανε παραδώσει στους Γερμανούς πολλά παιδιά που, στη συνέχεια, εκτελέστηκαν».
Ένας παλιός αφορισμός, από το 17ο αιώνα, έλεγε ότι «ο εμφύλιος πόλεμος είναι από τις πολύπλοκες εκείνες αρρώστιες στις οποίες το φάρμακο που δίνεις, για να θεραπευτεί ένα της σύμπτωμα, παροξύνει μερικές φορές τρία ή τέσσερα άλλα». Αυτό φαίνεται πως πάθαμε κι εμείς στην Ελλάδα. Και το καταλάβαμε όλοι μας μόνο μετά την 21η Απριλίου 1967. Μια οδυνηρή αφύπνιση που κατάργησε πολλές βεβαιότητες. Ιδίως στην πλευρά των νικητών του Εμφυλίου.
Σε κάθε περίπτωση, αισθάνομαι ένα χρέος στη γενιά μου, τη γενιά της Κατοχής και του Εμφυλίου, που, αποδεκατισμένη και βαθύτατα πληγωμένη από την ιστορία της μοίρας, υποχρεώθηκε να ζήσει και τη συγκλονιστική εμπειρία από τα νέα συμπτώματα της αρρώστιας αυτής της χώρας, «που τα παρόξυνε το φάρμακο του Εμφυλίου».
Σίγουρα, οι προσφιλείς μας απόντες από τα χρόνια του Εμφυλίου έχουν τουλάχιστον αυτό το πλεονέκτημα.
ΤΑΚΗΣ ΜΠΕΝΑΣ