Μια ερειπωμένη έπαυλη στον Κάμπο της Χίου κρύβει αφανέρωτα πάθη και παράφορους έρωτες. Οι γείτονες όμως τη θεωρούν καταραμένη. Ο σκοτεινός κήπος της είναι το μυστικό καταφύγιο της Ελένης. Πάνω στο παγκάκι της παλιάς αυλής έπαιζε με τις κούκλες της σαν ήταν παιδούλα.
Τώρα εκεί θα αγαπήσει τον τελευταίο απόγονο μιας οικογένειας που κρατά από τους Γενοβέζους. Αυτοί έχτισαν το σπίτι, όταν ήρθαν στη Χίο στα χρόνια του Βυζαντίου.
Οι τοίχοι του αντιλάλησαν από το πάθος της Φλάβιας, της αρχοντοπούλας που ερωτεύτηκε τρελά τον καραβοκύρη Νικόλα Θαλασσινό.
Πέρασαν τα χρόνια όπως ο αέρας, και μια άλλη αγάπη θα συρθεί σαν ψίθυρος στο σπίτι του Κάμπου. Είναι ο έρωτας της Γιολάντας. Θρηνώντας τα θύματα της οικογένειάς της από τη γερμανική κατοχή, εγκαταλείπει το πατρικό της ακολουθώντας τον Ιταλό πιανίστα Ρομπέρτο Ριτσόλι. Με τη βοήθειά του, εξελίσσεται σε μια διάσημη καλλιτέχνιδα που τραγουδά στις μεγαλύτερες όπερες του κόσμου.
Ο έρωτας όμως ορμά στην ήρεμη ζωή της και την παρασύρει στη δίνη του. Το σπίτι, έρημο πια, καταρρέει δαρμένο από τη βροχή και το ξεροβόρι. Μέχρι που η Ελένη και ο αγαπημένος της θα το γεμίσουν με τη χαρά της ζωής. Η αγάπη σαν γλυκιά μουσική ηχεί ξανά στους παλιούς τοίχους. Τρεις αγάπες, δεμένες σαν τους κρίκους της ίδιας αλυσίδας, μας συγκινούν και μας ταξιδεύουν.
Έφυγα και παραιτήθηκα από τη δουλειά μου. Ήταν λάθος μας αυτή η νύχτα. Ευχαριστώ για το υπέροχο δείπνο…Τα φώτα χαμήλωσαν, ο μαέστρος ακούμπησε την μπαγκέτα του και η βελούδινη αυλαία σηκώθηκε.
Η Γιολάντα είχε τώρα μπροστά της όλο το θέατρο. Δεν υπήρχε ούτε ένα κάθισμα άδειο. Αυτή ήταν μια στιγμή μαγική και ένιωσε πως ο χρόνος σταμάτησε.
Όλοι περίμεναν να την ακούσουν.
Τότε εκείνη τραγουδώντας τους έδωσε την ψυχή της…
Το τρικάταρτο του Γενοβέζου άρχοντα από τη Χίο ήταν έτοιμο να σαλπάρει.
– Άφησέ με, του ψιθύρισε φοβισμένη από τον εαυτό της, τρέμοντας.
Ένα βραχνό γέλιο βγήκε από τα χείλη του και χρειάστηκε να υπενθυμίσει στον εαυτό του πως αυτή η κοπέλα ήταν αλλουνού…
– Μα δε σε κρατώ, δε σε αγγίζω καν, της απάντησε και ήταν τόσο κοντά της που η ανάσα του την έκαψε στο πρόσωπο και το λαιμό.
– Άφησέ με…