Κωνσταντινούπολη, δεκαετία του 1830. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία
εκσυγχρονίζεται, αλλά τα νέα ήθη θεωρούνται από πολλούς μια απειλή για τις
παραδόσεις.
Σε αυτό το μεταβατικό στάδιο, όπου το παλιό συγκρούεται με το καινούριο, ο
ευνούχος Γιασίμ Τογκαλού, ο οποίος αναλαμβάνει μυστικές αποστολές για την Υψηλή
Πύλη, καλείται να εξιχνιάσει τη δολοφονία μιας οδαλίσκης στο σαράι, την κλοπή
των κοσμημάτων της βαλιδέ σουλτάνας και τους φόνους τεσσάρων δοκίμων του νέου
τακτικού στρατού, ο οποίος έχει οργανωθεί κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Έτσι, βρίσκεται μπλεγμένος σε μια υπόθεση όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.
Ξένες δυνάμεις προσπαθούν να υποσκάψουν τα θεμέλια ενός αχανούς κράτους που
αναζητεί την ταυτότητά του, ίντριγκες εκτυλίσσονται στους μυστικοπαθείς χώρους
του χαρεμιού, συνωμοσίες εξυφαίνονται στους δαιδαλώδεις διαδρόμους της
γραφειοκρατίας.
Ο ευνούχος Γιασίμ Τογκαλού έχει μόλις δέκα μέρες στη διάθεσή του για να
ανακαλύψει τι κρύβεται μέσα σε αυτή τη θολή ατμόσφαιρα της διαφθοράς, της
απληστίας και της αποσύνθεσης. Με κομμένη την ανάσα, θα ριχτεί στο κυνήγι του
χρόνου…
«Ο σερασκέρης έγειρε πίσω, πάνω στη μολυβένια επένδυση των
αντερεισμάτων, και ακούμπησε το μάγουλό του στο λείο μέταλλο. Δεν είχε
συνειδητοποιήσει πόσο αναστατωμένος ήταν. Το πρόσωπό του έμοιαζε να φλέγεται
όπως η πόλη που απλωνόταν από κάτω, στα πόδια του. Εδώ πάνω είχε άψογη θέα. Από
κάτω η Αγία Σοφία έμοιαζε να προβάλλει από το πουθενά. (…) Πιο δυτικά
φαντάστηκε το νερό να αντανακλά τις φλόγες που ακόμα και τώρα ανέβαιναν προς τον
ουρανό, στέλνοντας τους λαμπρούς πίδακές τους από σπίθες να απλωθούν από στέγη
σε στέγη, καταβροχθίζοντας τους ξύλινους τοίχους των παλιών σπιτιών δίπλα στο
λιμάνι, ορμώντας μέσα από εξώπορτες, μουγκρίζοντας στα σοκάκια. Ένα ασταμάτητο
καθαρτήριο καμίνι πυροδοτημένο από δύο χιλιάδες χρόνια πονηριάς και προδοσίας.
Οι φλόγες ανήκαν στην πόλη».