«Γνώρισα τον ποιητή Βασίλη Κουρή από το έργο του, το οποίο
μου προσέφερε ο πατέρας του, αλλά και από τη μητέρα του, που μου χάρισε την
εργασία της Κοντά στο παιδί μου, στην οποία η μητέρα καταγράφει τη ζωή
του παιδιού της με τέτοιο τρόπο, με τόσο συναίσθημα, με τόση αγάπη, που λες ότι
ο Βασίλης δεν πέθανε, αλλ’ ότι ζει. Η κυρία Παράσχου-Κουρή μνημείωσε το παιδί
της και το πέρασε στο άχρονο. Έχω τη γνώμη ότι, κι αν δε μελετούσα του Βασίλη το
έργο, θα τον γνώριζα από τις αφηγήσεις του πατέρα και τις περιγραφές της
μητέρας.
»Μελέτησα το έργο του Βασίλη Κουρή κι αν δεν ήξερα την ηλικία του θα έλεγα ότι
αυτά τα ποιήματα έχουν γραφεί από ώριμο ποιητή, μεγάλο ποιητή, προβεβλημένο
ποιητή. Η ηλικία του με εξέπληξε. Στο θαυμασμό για την ποιητική του τέχνη
προστέθηκε και η συγκίνηση για το χρόνο του τέλους του, ένα τέλος που
αποτυπώθηκε για άλλο λόγο από τον Βάρναλη στη: “Μάνα του Χριστού” και που
εκφράζει το σπαραγμό της αιώνιας μάνας που χάνει το μονάκριβο παιδί της:
Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιε μου, καλέ μου,
Άνοιξή μου γλυκειά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
Δε μιλάς, δεν κυττάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!»