μια διαφορετική ερμηνεία στο μοιρολόγι της φώκιας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Αναλύοντας το “Μυρολόγι της φώκιας” περπάτησα βήμα προς βήμα τ’ αχνάρια της γριάς-Λούκαινας και κοίταξα μαζί της τον Ήλιο της δικαιοσύνης και ντράπηκα το ίδιο μ’ αυτήν.
Έφτασα κοντά στον αιγιαλόν σέρνοντας μαζί μου την δική μου αβασταγήν.
Έζησα μαζί της όλο το δράμα ολόκληρης της οικουμένης κι έσυρα πέρα ως πέρα το μοιρολόγι της δικής μου γενιάς, της τραγικής. Ένα μοιρολόγι που ο πόνος του έφτασε ως τα πέρατα, μέχρι το υποπόδιον των ποδών του Παντοκράτορα. Σε μια νύχτα παράξενη κι αλλόκοτη, λίγο μετά το λυκόφως, σπαρμένη με ξωτικές μουσικές και φωνές, μεταξύ ουρανού και γης!
Εβράδιασε κι η γριά-Λούκαινα “ενύσταξε και πάει να κοιμηθεί”, μέχρι ν’ ακούσει το σάλπισμα τ’ αγγέλου, να σηκωθεί από το χώμα, να κοιτάξει τον Ήλιο… να δει το άκτιστον φως. Κι εγώ ακροβατούσα, μόνος πια, πάνω στα γήινα σκαλιά της ύλης κι αρπαζόμουν απ’ τα χείλη τ’ ουρανού κείνη τη νύχτα… που το φεγγάρι ήταν στη χάση του.
Ποιος μοιρολογεί;
Μοιρολογεί η Λούκαινα τα τέκνα της. Μοιρολογεί η φώκια τη μικρή Ακριβούλα. Μοιρολογεί η βρύση, το Γλυφονέρι, δακρύζει και ρέει τα νερά της σιγανά και ταπεινά. Μοιρολογεί ο ήλιος με το πένθιμο φως του, με τα χρώματα του δειλινού. Θωπεύει επιμελώς τα μνήματα των νεκρών. Μοιρολογεί η πανδέγμων θάλασσα, που το κύμα της ποτέ δεν ησυχάζει.
Συνεπώς δε μοιρολογεί μόνον η Λούκαινα και η φώκια, αλλά σύμπασα η κτίση. Ολόκληρη η φύση μαζί με τον άνθρωπο θρηνούν: Άνθρωπος, ζώα, έμψυχα και άψυχα,
όλα κινούνται, τα πάντα ρέουν και τίποτα δε μένει σταθερό και αναλλοίωτο, όλα αναγκάζονται και υποτάσσονται σε μια διαδικασία φθοράς και αλλοίωσης. Αυτό είναι μια συνεχής διαδικασία θανάτου. Το θάνατο τον συνοδεύει μοιρολόι.