Οι ΜΚΟ είναι υποχρεωμένες να διέπονται, να υπακούν και να συμμορφώνονται με τους νόμους του κράτους, δεν έχουν δικαίωμα να παρεμβαίνουν σε τυχόν ατασθαλίες ή προβληματικές καταστάσεις του δημοσίου, έστω και αν
το επιχειρούν, καθώς έχουν την πρακτική δύναμη. Τελικά βλέπουμε ότι πάντα σταματούν σε ένα σημείο. Kαι αυτό το σημείο είναι η πολύ στενή επαφή της κάθε ΜΚΟ με το κράτος.
Eκεί που συγκρούονται τα συμφέροντα του δεύτερου, η ΜΚΟ αποχωρεί αποδυναμωμένη (προφανώς τα μεθοδολογικά εργαλεία που μας δίνει ο Hegel, εισάγοντας μια λεπτή διάκριση μεταξύ “ηθικής” και “ηθικότητας”, περιορίζουν την ηθική αρχή στην άμεση δράση και την ηθικότητα στη σκεπτόμενη δράση). Υποθετικά λοιπόν, εάν πιστεύαμε ότι οι ΜΚΟ δρούσαν, όπως ακριβώς δρουν εθελοντικά, με σκοπό όχι την αντικειμενικότητα της αρχής του ωφελιμισμού για τη μεγαλύτερη ευτυχία υπέρ μεγαλύτερου αριθμού ανθρώπων, αλλά υπέρ ενός μικρού αριθμού ανθρώπων, τότε ο ορισμός τους πιθανόν να ήταν ταυτόσημος με τη διαφθορά, την αδιαφάνεια.
Τότε θα εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα των ολίγων και εκλεκτών και δεν θα μεριμνούσαν για το κοινό καλό. Θα συναντούσαν και θα έτεμναν ως συντεταγμένη την “ανηθικότητα”.