Ο αποχαιρετισμός ήταν γρήγορος, είπες κάτι που τότε δεν το κατάλαβα, μου ’δωσες ένα φιλί στο μάγουλο και έφυγες.
Η ανάσα σου τρύπωσε στη μύτη μου, μύριζες φράουλα και ο απόηχος αυτής της μυρωδιάς έμεινε αρκετά καθώς σε κοίταζα να χάνεσαι στην αυλή.
Δεν είχε αέρα και τα ξανθά σου μαλλιά δεν ανέμιζαν. Δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω, ήμασταν, βλέπεις, δώδεκα χρονών, και έτσι έφυγα χωρίς να πω ούτε μια κουβέντα.