Η οικονομική κρίση επιβαρύνει περαιτέρω την κλιμακούμενη αστάθεια και νευρικότητα που επιφέρουν οι μεταλλάξεις της ανάπτυξης και ο ψηφιακός κόσμος στην κληρονομημένη αντίληψη της βολικής καθημερινότητας μιας μεσήλικης κυρίας με τυπική σταδιοδρομία στο δημόσιο.
Το μάταια μα διακαώς επιζητούμενο αίσθημα ασφάλειας, συνώνυμο προβλεψιμότητας και βεβαιότητας, ταλαντεύεται ακόμα περισσότερο από τη μικρή αμφιβολία που ενσταλάζει η τυχαία διασταύρωσή της με μια ζεστή ηλιαχτίδα από μια καλή κουβέντα ενός νέου ανθρώπου, λίγες μόνο μέρες πριν αυτός θέσει τέρμα στη ζωή του. Στην αντίπερα όχθη, μια μάνα –η μάνα του– απελπισμένα προσπαθεί κάπου να βρει να κρατηθεί, αναζητώντας τρόπους να μετριάσει την αβάστακτη βεβαιότητα της τραγικής φυγής του.
Δύο γυναίκες, με διαμετρικά αντίθετες λογικές, συναισθήματα και βασανιστικά και αφόρητα εσωτερικά υπαρξιακά διλήμματα, συναντώνται, εγκλωβίζονται και βουλιάζουν σε ασάφειες, αντιφάσεις και ερωτήματα που περιστρέφονται και επανέρχονται μοιραία στην αρχέγονη αναζήτηση της συμφιλίωσης του ανθρώπου με το χάος που μας περιβάλλει, με τη ζωή και το θάνατο.