Κάθε που μετρούσε τα παιδιά του ο μπαρμπα-Γιώργης ο Μαυράκος τα
έβρισκε εννιά· εφτά αγόρια, δυο κορίτσια. Μα ήρθε κάποτε ο πόλεμος και η
γερμανική κατοχή· οι αριθμοί άλλαξαν, η φαμελιά του φυλλορροούσε σαν τα
πλατάνια στην καρδιά του χειμώνα. Πολλά άλλαξαν… Ο ένας γιος του, ο Μηνάς,
σήκωσε παντιέρα κι έβαλε στόχο να εκδικηθεί τους αδικοχαμένους αδερφούς.
Μάνιασε ο γέρος και τον έδιωξε από το σπίτι. Κι ύστερα… Δίνη ο πόλεμος,
λαίλαπα η ζωή, που τον παρέσυρε στο διάβα της. Βγήκε στο βουνό και έγινε
αντάρτης με τον ΕΛΑΣ. Η καρδιά του στην πόλη, έξω από το σπίτι της Κρινιώς,
να παραφυλάει μήπως και τη δει. Μα στεκότανε μακριά, πολύ μακριά, τόσο,
ώστε να μην κινδυνεύει από τον Διονύση, τον ορκισμένο εχθρό του και αδερφό
της.
«Να ’τανε άραγε γραφτό να δροσιστεί ξανά με τούτο το
νερό, να ’τανε να ξαναδεί το σπίτι του, τους δικούς του; Τα πόδια του βαριά,
λάστιχο που τον τραβούσε πίσω η αγάπη της μάνας του. Μια χαύνωση τον
είχε τυλίξει ολόγυρα· η λογική του και ο φόβος του, σαν μεθυσμένα από
αλλόκοτο κρασί, κείτονταν ναρκωμένα στην άκρη του μυαλού του».