Η Έμιλι Χάξμπι είναι μια νέα και πολλά υποσχόμενη δικηγόρος σε μεγάλη νομική εταιρεία του Μανχάταν. Όταν μετά από δύο χρόνια σχέσης αντιλαμβάνεται πως ο φίλος της, ο Άντριου, σκοπεύει να της κάνει πρόταση γάμου, του ζητάει να χωρίσουν. Δεν είναι ξεκάθαρο μέσα της γιατί αποφάσισε να διαλύσει μια ευτυχισμένη σχέση, ωστόσο, πριν δώσει στον εαυτό της μια ικανοποιητική απάντηση, αρχίζει κι ο υπόλοιπος κόσμος της να καταρρέει: ο προϊστάμενός της την παρενοχλεί σεξουαλικά και παράλληλα της ανατίθεται η υπεράσπιση μιας πολυεθνικής που με τα απόβλητά της προκαλεί καρκίνο στους κατοίκους μιας περιοχής. Αρνούμενη να υπερασπιστεί αξίες που απεχθάνεται, η Έμιλι παραιτείται από τη δουλειά της.
Μετά από μια περίοδο θλίψης και προβληματισμού, η νεαρή ηρωίδα συνειδητοποιεί ότι αυτό που την εμποδίζει να έρθει σε επαφή με τα συναισθήματά της, να τα αναγνωρίσει και να τα εκφράσει, είναι ο βαθιά ριζωμένος μέσα της φόβος της απόρριψης. Βάζει στόχο να αποκτήσει ξανά τον έλεγχο της ζωής της και να αντιμετωπίσει ό,τι τη στοιχειώνει. Πρέπει να ξανακερδίσει τον Άντριου, να προσεγγίσει τον πολυάσχολο και απόμακρο πατέρα της, να βοηθήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τον άρρωστο, πολυαγαπημένο παππού της και να βρει μια δουλειά που θα της προσφέρει ηθική ικανοποίηση.
«Η αυτογνωσία είναι δύσκολο πράγμα όταν έρχεσαι αντιμέτωπη μ’ ένα από εκείνα τα “υποτίθεται ότι” στη ζωή. Καταλαβαίνω πως υποτίθεται ότι θα έπρεπε να θέλω να παντρευτώ τον Άντριου. Ότι μερικές γυναίκες περιμένουν όλη τους τη ζωή να γονατίσει κάποιος μπροστά τους ή φαντασιώνονται ένα λαμπερό πετράδι που ανακοινώνει σιωπηρά στον κόσμο: Βλέπετε; Κάποιος μ’ αγαπάει. Κάποιος με διάλεξε. (…)
»Δεν μπορώ να το κάνω όμως. Δε θα ήμουν παρά μια απατεώνισσα που υποδύεται την ενήλικη, μια θεατρίνα που παίζει το ρόλο της νύφης. Ούτε καν εγώ η ίδια δε θέλω να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου μ’ εμένα. Πώς μπορεί να το θέλει ο Άντριου; Και πώς εξηγείς σε κάποιον που αγαπάς ότι δε θέλεις να του δώσεις τον εαυτό σου, αφού, αν το έκανες, δε θα ήσουν σίγουρη ποια θα του έδινες; Ότι δεν είσαι καν σίγουρη για το τι αξίζουν τα ίδια σου τα λόγια; Δεν μπορείς να τα πεις αυτά σε κάποιον, ιδιαίτερα σε κάποιον που αγαπάς. Κι έτσι, δεν τα λέω.
»Αντίθετα, κάνω το σωστό. Λέω ψέματα».