Το καλοκαίρι του 1925 η Ευγενία ταξιδεύει με κρουαζιερόπλοιο από την Αγγλία στην Κωνσταντινούπολη. Μαζί της συνταξιδεύει η θεία του συζύγου της, η περιβόητη Λαίδη Ράμσφορντ. Τα πάντα προμηνύουν ένα ήσυχο και ευχάριστο καλοκαίρι.
Όταν όμως εκδηλώνεται μια σοβαρή μηχανική βλάβη στο πλοίο, ο καπετάνιος αναγκάζεται να τους οδηγήσει στο κοντινότερο και ασφαλέστερο φυσικό λιμάνι, στον Μούδρο της Λήμνου.
Από την πρώτη στιγμή της άφιξής τους στο Λευκό Νησί του Ηφαίστου, περίεργα πράγματα αρχίζουν να συμβαίνουν. Απροσδόκητες εξαφανίσεις, θάνατοι, μαγικές παραδόσεις, σεληνιακές θεότητες που αναδύονται από τους ωκεανούς της ιστορίας, πανάρχαιοι θρύλοι που ξυπνούν και απαιτούν κάποια λογική εξήγηση, ίντριγκες και μικροσυμφέροντα της μικρής τοπικής κοινωνίας, όλα πλέκονται αξεδιάλυτα μεταξύ τους, μέχρι να δοθεί η οριστική λύση του μυστηρίου.
Και στο κέντρο αυτού του συναρπαστικού ψηφιδωτού ένας απρόσμενος έρωτας. Ένα πάθος που ανατρέπει όλα όσα νομίζαμε ότι ξέραμε για την κεντρική ηρωίδα και που κανείς δε γνωρίζει πού μπορεί να οδηγήσει.
Έσκυψα λίγο περισσότερο πάνω από τους αγριεμένους θάμνους της ακονιζιάς στον φράχτη και τότε συνέβη το αναπάντεχο, το τρομακτικότερο όλων ως εκείνη τη στιγμή. Από το ανοιχτό παράθυρο δίπλα στην πόρτα πρόβαλε απότομα το κεφάλι της γριάς, παίρνοντας ένα βλοσυρό, σατανικό ύφος. Τα απύθμενα μαύρα μάτια της καρφώθηκαν με κακία στα δικά μου κι εγώ οπισθοχώρησα έντρομη. Ήμουν ανεπιθύμητη και το χειρότερο, μου έδινε την εντύπωση πως γνώριζε από την αρχή ότι την ακολουθούσα.