Δεν είναι τόσο τα γεγονότα που δίνουν σ’ αυτό το μυθιστόρημα δύναμη και αγωνία, όσο η
διήγηση και η γραφή της Πατρίτσια Χάισμιθ που είναι τόσο ζωντανή, που διαπερνά και
κυριεύει τον αναγνώστη με μια αίσθηση βίας και τρόμου.
«Ο Τομ άναψε ένα τσιγάρο. “Σ’ το λέω αυτό επειδή…” χρειάστηκε να σταματήσει, για να βρει
λόγια. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε σύγκριση ανάμεσα στο να σπρώξεις τον πατέρα σου από
ένα γκρεμό και ν’ ανοίξεις το κεφάλι ενός απαγωγέα που προχωρούσε καταπάνω σου μ’ ένα
γεμάτο όπλο, Όμως και τα δύο σήμαιναν ότι έπαιρνες μια ζωή. “Το γεγονός ότι σκότωσα
αυτό τον άνθρωπο δεν πρόκειται ν’ αλλάξει τη ζωή μου. Δεν έχει σημασία ότι μάλλον ήταν
εγκληματίας. Δεν έχει σημασία ότι δεν ήταν ο πρώτος άνθρωπος που σκότωσα…”»