- 100 μικρά διηγήματα
- Παππού, δε μου αρέσουν τα σκίτσα σου, τα παραμύθια σου μου αρέσουν, να γράψεις κι άλλα.
- Δεν μπορώ, Αγγελικούλα μου, να γράψω άλλα παραμύθια. Έγραψα εξήντα και δε μου βγαίνουν άλλα.
- Τότε η μαμά της Αγγελικούλας, που άκουγε το διάλογο, είπε:
- Να γράψεις, μπαμπά, μικρές ιστορίες πάνω στα σκίτσα σου.
- Ωραία ιδέα έδωσε η μαμά. Ε, παππού; είπε ο Γιαννάκης που, ενώ έδειχνε ότι ήταν αφοσιωμένος στο πλέι στέισον, δεν του διέφυγαν τα διαμειφθέντα.
- Σαν ιδέα είναι καλή, στην πράξη κολλάει. Θα προσπαθήσω όμως, είπε ο παππούς κι από την άλλη μέρα άρχισε.
Απ’ αυτό το σπινθήρισμα ξεκίνησε να γράφεται το βιβλίο Της Στιγμής. Περιλαμβάνει εκατό μικρά αυτοτελή διηγήματα παρμένα από ανθρώπινες καθημερινές στιγμές, ξεσκονίσματα εικόνων κι ακουσμάτων των τελευταίων εξήντα πέντε χρόνων.
Το καθένα κάθεται στο δικό του χώρο χωρίς να πατάει πάνω σε άλλο και όπως με τα προηγούμενα βιβλία του ο συγγραφέας δε συνηθίζει να πασπαλίζει φράσεις με ξένο πνευματικό ιδρώτα, έτσι και στο κατά πάσα πιθανότητα τελευταίο του βιβλίο κρατάει αυστηρά τις αρχές του.
«Η Μάρθα σήκωσε το πόδι της, το έβαλε πάνω σε κορυφή σκουπιδοτενεκέ, που είχε τοποθετήσει ο δήμος της περιοχής σε πεζοδρόμιο της λεωφόρου που βρισκόταν πενήντα μέτρα πριν από φανάρια διασταύρωσης, κι έκανε πως έστρωνε τη φούστα της, μέχρι που αποκαλύφθηκαν τα πλούσια κάλλη της. Ένας οδηγός που πήγαινε πατημένος από τη λεωφόρο χάζεψε να κοιτάει το θέαμα, δεν πρόσεξε το φανάρι που άναψε κόκκινο και πήγε κι έπεσε με φόρα επάνω σε ταξί που από τη διασταύρωση είχε ξεκινήσει κανονικά.
»Γέλασε με ικανοποίηση η Μάρθα, κατέβασε το ποδάρι της από το τενεκεδάκι και πήρε τον κάθετο δρόμο για το πόστο της. Αυτό ήταν τελευταία το χόμπι της Μάρθας».
Απόσπασμα από το διήγημα «Το χόμπι»