“Αφεντικό, μην ανακατεύεσαι, κάτσε με τα γελάδια σου και άσε με να ξεγεννήσω το θηλυκό σου καθώς ξέρω”, είπε η μαία με σιγουριά αφήνοντας έναν ύπουλο, κρυμμένο τόνο οίκτου να αιωρείται.
Μια καρέκλα πέταξε στον αέρα, πέρασε ξυστά τον πολυέλαιο της σάλας και διαλύθηκε με ορμή στον απέναντι τοίχο. “Τι είπες, γριά μέγαιρα! Θα με ορμηνέψεις στο ίδιο μου το σπίτι;” αντιλάλησε σε όλο το
αγρόκτημα η αγριοφωνάρα του Αντώναρου. Κάτωχρος από οργή είχε στυλώσει τα μάτια του στη μαία, έτοιμος να την καρφώσει στον τοίχο.
Η γρια-Μαριγούλα είχε δει πολλούς παλαβούς υποψήφιους πατεράδες, μα τούτος ξεπερνούσε κάθε όριο. Παναγιά μου, σκέφτηκε, τούτος πράγματι είναι μουρλός. Κάτι ξέρουν στο χωριό που τον συζητάνε…
Ο σιωπηλός, χειροδύναμος Αντώναρος. Αυτός, που ζούσε ανομολόγητο πλούτο ερεθισμάτων κάθε στιγμή, παγιδευμένος στη σιωπή. Τι να τα κάνει τα χέρια του; Πώς να υπηρετήσει με τα χέρια του; Ένας χαρακτήρας ιδιαίτερος -οξύθυμος, τρυφερός, απρόβλεπτος, μυστήριος- ξετυλίγει το νήμα της ζωής του.
Ένα μυθιστόρημα εποχής – μα πάνω απ’ όλα ένας ύμνος για τη ζωή. Ένας άνθρωπος που άγγιξε την αγάπη άνευ όρων.