Όταν ο Τσαρλς μας αποκάλεσε «παράσιτα», μείναμε άναυδοι. Κι όχι τόσο για το χαρακτηρισμό που μας έδωσε, όσο για τον τρόπο με τον οποίο το είπε. Τύπος ήρεμος και λιγομίλητος όπως ήταν –δεν έλεγε τη γνώμη του παρά μόνο για ασήμαντα πράγματα της καθημερινότητας–, κυριεύτηκε ξαφνικά από τέτοια οργή, που πετάχτηκε έτσι ώστε το ξέσπασμά του το νιώσαμε σαν μια δυνατή έκρηξη.
Καθόμασταν όλοι στο μακρόστενο κομψό δωμάτιο στο Φάρδινγκς, που τώρα το απόβραδο ήταν πιο σκοτεινό εξαιτίας της βροχής. Είχαμε περάσει όλη την Κυριακή μας διαβάζοντας εφημερίδες και τεμπελιάζοντας δίπλα στη φωτιά. Τα γαλλικά παράθυρα, με τα μικρά τετράγωνα τζαμάκια τους, που στόλιζαν το σπίτι απέξω, από μέσα έμοιαζαν με καταθλιπτικά κάγκελα φυλακής και εμπόδιζαν το λιγοστό φως της μέρας.