Πάει, έφυγαν με τα αυτοκίνητα που ήρθαν να τις πάρουν, αυτοκίνητα που οδηγούσαν χλομοί
Αμερικάνοι με άσπρες στολές και χρυσά σειρήτια στους ώμους και στα καπέλα τους.
Πολύ χλομοί για να είναι ζωντανοί.
Στο χρώμα των βρικολάκων, ένα έθνος βρικολάκων. Ανησυχώ γι’ αυτές, για τα κορίτσια, τη
δόνια Λάουρα, που έρχονται σ’ επαφή με άντρες στο χρώμα των ζωντανών νεκρών. Τα κορίτσια
έκλαιγαν, ειδικά το μικρό πιανόταν από τη φούστα μου, η δόνια Λάουρα μούσκεψε με τόσα
δάκρυα το μαντίλι της, που επέμενα να πάω στο γραφείο της και να της φέρω καθαρό. Δεν
ήθελα να πάει στην καινούρια της χώρα με βρεγμένο μαντίλι, γιατί ξέρω, ξέρω πόσα δάκρυα
την περιμένουν εκεί.
Μακάρι ν’ αποφύγει τη γνώση που θα έρθει με τον καιρό. Τα νεύρα της δεν ήταν ποτέ γερά.
Έφυγαν – απομένει μόνο η σιωπή, που μέσα της ακούω τις φωνές των santos μου
καθώς τριγυρνούν στα δωμάτια, του πνεύματος καθώς μου διηγείται ιστορίες που μέλλει
να συμβούν.