Το μυθιστόρημα Τα Γκρεμισμένα Γεφύρια, αν δεν το διαβάσεις και βρεθεί κάποιος να σου διηγηθεί μόνο τις πολλές και πρωτότυπες αισθηματικές και ερωτικές στιγμές, ίσως το θεωρήσεις πολύ τολμηρό. Διαβάζοντάς το όμως θα διαπιστώσεις πως, πέραν του ότι δε μεταχειρίζεται καθόλου τη βωμολοχία, οι ερωτικές στιγμές δένουν απόλυτα με τη φύση της ιστορίας, η οποία δε θα μπορούσε να γραφτεί εάν δεν είχε σχεδιαστεί πρώτα από τη ζωή.
Ο συγγραφέας πιάνει από μια αθέατη γωνία την πορεία ενός Έλληνα μετανάστη. Πόσοι, άραγε, από εμάς τους Έλληνες δεν είναι εσωτερικοί μετανάστες;
Για τον Έλληνα όμως απόδημο, ειδικά για εκείνους που και για διακοπές σπάνια ξαναγυρίζουν στην πατρίδα, όλοι νομίζουμε ότι πήρε των ομματιών του και δεν ξανακοίταξε πίσω του.
Μήπως όμως δεν έπαψε ούτε στιγμή να βλέπει προς την πατρίδα; Μήπως δεν ξέχασε ποτέ τις συμβουλές και τον τρόπο που τον μεγάλωσαν η μάνα του και ο πατέρας του; Αντίθετα, μήπως προσπαθεί να τα διδάξει σ’ αυτούς που συναναστρέφεται;
Αλλά, περισσότερο όλων, μήπως στην ξενιτιά πατάει στα νύχια για να μη λερώσει τη φήμη, την αξιοπρέπεια και την τιμή της Ελλάδας;
Ήταν χωριό πλούσιο, όλοι με άλογα στα κατώγια, αλλά παλιά κατάρα το έδερνε. Ζευγάρι όνομα και πράμα, ο Μελιένιος και η Ζαχαρούλα, αγαπημένοι πολύ, τους ζήλευαν όλοι στο χωριό? η ζήλια έφερε φθόνο και ο φθόνος φόνο. Τον περίμεναν με εμπροσθογεμή όπλα να τον αφανίσουν και κάποιος απ’ αυτούς τη Ζαχαρούλα για γυναίκα του να πάρει.
Μπήκε όμως μπροστά αυτή και άρπαξε τα σκάγια.
Δεν ξαναπαντρεύτηκε ο Μελιένιος, αλλά πονεμένος μεγάλη κατάρα άφησε: «Ταιριασμένο ζευγάρι να μη στεριώνει στο χωριό, κι αν κάποιος ταιριάζει άλλα δεινά να τον βρίσκουν».