«…ξερίζωσα μια πέτρα απ’ τη γη
Πήρα χαλκό από βαθιά και χάραξα την οφειλή…
ν’ αγγίξει η μπάλα
τα παιδιά να διακρίνουν το χρεόγραφο».
Στίχοι του Κύπριου ποιητή Σωτ. Π. Βαρνάβα
Οφειλή προς τη νέα γενιά, που ακούει τα γεγονότα τα ιστορικά τούτου του τόπου και νομίζει πως είναι παραμύθι.
Μ’ αυτά τα αισθήματα και με το κελάρυσμα του νερού απ’ το κεφαλόβρυσο του Καραβά και με το φλοίσβο της θάλασσας της Αμμοχώστου και της Αχεροποιήτου στ’ αυτιά και στην καρδιά της μεγάλωσε η Ελένη, αγναντεύοντας τον Πενταδάκτυλο, κι η φίλη της Ιφιγένεια στο κλειστό απ’ τα βουνά του Τροόδους χωριό της. Η φιλία θα τις ενώσει κι οι μοίρες απ’ τον Πενταδάκτυλο θα τις παρακολουθούν… Όπως κι η λεπτή μυρωδιά των κυκλάμινων στον αγέρα θα τους φέρνει μια μικρή ανάσα…
«Πολλές φορές στην τάξη, την ώρα που δίδασκα ιστορία, μου ζήτησαν ν’ αφήσω τα τυπικά του βιβλίου και να τους μιλήσω για το ’55, για το ’74. Και το έκανα! Το θεωρούσα μεγάλο χρέος μου κι ας μην ήταν μέσα στην ύλη! Ήταν όμως μέσα στην ύλη του DNA μας, μέσα στην ύλη της γης μας, στα συστατικά του τόπου μας! Έτσι εμπνεύστηκα κι άρχισα να ιστορώ τα γεγονότα… Οφειλή προς τα παιδιά μου! Οφειλή προς τους μαθητές μου! Οφειλή στους παππούδες και στις γιαγιάδες μου, πρόσφυγες από τον Καραβά της Κερύνειας κι απ’ τη Σμύρνη και το Γκιουλ Μπαξέ της Μικράς Ασίας! Οφειλή προς τον πατέρα μου, ο οποίος αγωνίστηκε και λάτρεψε την Ελληνική Ιδέα! Οφειλή σε μας τους ίδιους, που προδομένοι προσπαθούμε να μαζέψουμε τα κομμάτια μας και να ορθώσουμε αντίσταση. Να μαζέψουμε τα αιμάτινα χώματα της πατρίδας μας και να τη λευτερώσουμε από τον κάθε εισβολέα!»Μ. Π.-Κ.