Κι έτσι περπάτησες. Για να σωθείς, πήρες τα όνειρά σου κι έχτισες φυλακές να τα κλειδώσεις. Πως τα προστάτευσες, έτσι φαντάστηκες. Δε θα μπορούσε πια η ζωή να σ’ τα σκοτώσει. Έστειλες έξω το κορμί σου να περπατήσει στους δρόμους της αλήθειας. Μισό.
Κι ύστερα οι λύκοι αλυχτούν πως κάτι ξέχασες. Κάτω απ’ τους πόνους και τους φόβους που τους γέννησαν, πίσω από λέξεις, λόγους, ορθές γωνίες, ματώνουν και τα νύχια τους γραπώνονται στα σπλάχνα σου. Ξεχάστηκες, μα να ξεχάσεις δεν μπορείς.
Τώρα ήρθε η ώρα να γδυθείς στο σκοτάδι και να φιλιώσεις μαζί τους. Κι αν δεν μπορείς, θα έρθει ο Έρωτας. Σκότωσέ τον.
Θα θυμηθείς τι σημαίνει να σκοτώνεις τον εαυτό σου για να επιβιώσεις. Σε κάθε ανάσταση, χρειάζεται ένας θάνατος.