«Αναγκαίες αυταπάτες! Αυτό ήταν η σχέση μας.
Μια δική μου αυταπάτη, μια δική του αυταπάτη, ο καθένας για τους λόγους του, ο καθένας με τους σκοπούς του.
Είχαμε ανάγκη και οι δυο να υπάρχει αυτή η σχέση στη ζωή μας• με όποια αυταπάτη κι αν την έντυνε ο καθένας».
Τέσσερις άνθρωποι, δυο γυναίκες και δυο άνδρες, σε τρεις παράλληλες σχέσεις μεταξύ τους, εν γνώσει τους. Κανείς τους δεν είναι το μοναδικό πρόσωπο στην ερωτική ζωή του συντρόφου του, εν γνώσει του. Κανείς τους δε δεσμεύεται από όρκους αιώνιας αγάπης, οικογενειακές υποχρεώσεις, παιδιά. Κι όμως, αποδέχονται όλοι τους από την αρχή αυτή την παράξενη πραγματικότητα και συνεχίζουν. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους• σχέσεις βγαλμένες από την εποχή της αθωότητας, ανάγκες που δεν μπορούν να καλυφθούν από ένα μόνο πρόσωπο, πόλεμοι εσωτερικοί που δεν οδηγούν πουθενά. O καθένας με τους δικούς του τρόπους• με τη σιωπή, με τη φωνή, με την απόλυτη πίστη, με την πεισματική άρνηση, με τη χειραγώγηση. Ένα γαϊτανάκι, ένα ντόμινο, ένα κουβάρι αξεδιάλυτο σχέσεων. Πώς διαχειρίζεται ο καθένας τους αυτές τις σχέσεις, αυτή τη μη αποκλειστικότητα; Πώς αντιμετωπίζει το σύντροφο, πώς στέκεται απέναντι από τον ή την αντίζηλο; Πώς σηκώνει το βάρος των επιλογών του, πώς αντέχει το μοίρασμα εκεί που το μόνο που ουσιαστικά θέλει, το μόνο που λαχταρά είναι η ξεκάθαρη αποκλειστικότητα; Τέσσερις άνθρωποι, τόσο διαφορετικοί σαν να κοιτά ο καθένας σε διαφορετικό από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Κι όμως, με το ίδιο τελικά ζητούμενο για όλους: τη ζεστασιά της αγάπης.
«Άραγε ποιος θα χαρεί περισσότερο, ποιος θα πονέσει λιγότερο; Ποιος θα βγει στο τέλος περισσότερο κερδισμένος;»
Τα κορμιά θυμούνται, δεν ξεχνούν. Και τα δικά τους κορμιά θυμήθηκαν, ξαφνιάστηκαν από την ένταση της μνήμης, χάρηκαν που βρήκαν ξανά παλιά μονοπάτια αγαπημένα, ρίγησαν από ευχαρίστηση, πλημμύρισαν από νοσταλγία, λαχάνιασαν από την ένταση που δεν μπορούσε να χωρέσει πουθενά• δεν έφταναν τα αγγίγματα και τα φιλιά και τα λόγια και τ’ ακούσματα να χωρέσουν την ένταση, δεν έφταναν τα κορμιά. Έκλαψαν από ανακούφιση σαν να γύρισαν σπίτι έπειτα από χρόνια στην ξενιτιά, παραδόθηκαν στο τέλος στη γλύκα την ανείπωτη της τρυφερής αγκαλιάς, της αγκαλιάς του δικού σου ανθρώπου, του αγαπημένου, του κοντινού – ή του μοναδικού.
«Σε θυμάμαι», της ψιθυρίζει.
«Κι εγώ σε θυμάμαι».