«Προσπέρασαν την πλατεία, δεν φαινόταν ψυχή. Στην άκρη του λευκού χωριού µια γερµένη καµινάδα, που έµοιαζε να έχει ξεφυτρώσει τρυπώντας βίαια τα κεραµίδια της στέγης, ξερνούσε πυκνό καπνό. Το κονάκι νόµιζες ότι θα κατέρρεε, οι τοίχοι του ήταν έτοιµοι να ανοίξουν σαν βεντάλια και να σωριαστούν προς τα έξω. Μπορεί να είχαν στραβώσει έπειτα από σεισµό, στην περιοχή οι σεισµοί είχαν γράψει ιστορία. Με το επόµενο ταρακούνηµα ο κύκλος της ύπαρξής του θα έκλεινε οριστικά.
Τα αχνισµένα τζαµάκια στα σκοροφαγωµένα τελάρα της ξύλινης πόρτας µε το µάνταλο αντί για χερούλι δεν άφηναν να δεις τι συνέβαινε µέσα. Όµως ήταν αυτό που έψαχναν.
Ένα ζευγάρι βγήκε εκείνη τη στιγµή, οι δυο τους σφιχταγκαλιασµένοι, µια φιγούρα αξεχώριστη για να προστατεύουν ο ένας τον άλλον απ’ τις ριπές της παγωνιάς. Πρόλαβαν να διακρίνουν κόσµο καθισµένο στους µακρόστενους πάγκους και τον καπνό ντουµάνι. Πάρκαραν κολλητά στη χαµηλή οροσειρά του στοιβαγµένου χιονιού και µπήκαν, σκύβοντας για να µην χτυπήσουν το κεφάλι.
Η πόρτα ήταν φτιαγµένη για να χωράνε ξωτικά».
Και τα ξωτικά μπήκαν κι αυτά μαζί τους, αόρατα.
Και μετά θέριεψαν, έγιναν επιθετικά, σάρωσαν. Γιατί το είχαν πάρει απόφαση να πετύχουν τον στόχο τους ακόμη κι αν αυτό σήμαινε ότι θα γινόντουσαν και τα ίδια θύματα της εμμονής τους.
Δεν θα έκαναν πίσω για τίποτε στον κόσμο αυτόν.
Ούτε και στον άλλον.
«Ξέρεις ότι ενεργώ χωρίς να σκεφτώ δεύτερη φορά, γι’ αυτό και δεν δίστασα να εµφανιστώ τώρα, µες στην αναµπουµπούλα.
?εν προδόθηκα όπως λες, δεν είχα τίποτε να κρύψω. Επιλογή µου ήταν. Απλώς δεν µ’ ενδιαφέρει τι θα σκεφτούν οι άλλοι.
Τους έχω γραµµένους γιατί είναι πολύ µικροί για µένα, όπως είναι και για σένα. Εσύ αυτό το ξέρεις.
Ξέρεις ότι τις πράξεις που αναστατώνουν τον περισσότερο κόσµο, τα ανθρωπάκια που η σκέψη και µόνο ότι θα χρειαστεί να κάνουν κάτι πέρα απ’ τα καθιερωµένα τούς αναστατώνει, εγώ δεν τις υπολογίζω. ?εν κάθοµαι να αναλογιστώ τις συνέπειες γιατί είµαι ειλικρινής, είµαι αυθόρµητη, ξέρω τι θέλω και δεν συµβιβάζοµαι».