Σε κάποιο χωριό στη ζούγκλα της Βενεζουέλας φτάνει ένας ξένος, φυγάς, χρόνια καταδιωγμένος από τους εφιάλτες μιας βάναυσης ζωής: τη σκιά της γυναίκας που τον έχει σπαταλήσει, το τατουάζ της γοργόνας στο μπράτσο για να αναγνωρίζεται εύκολα από τους ζηλωτές μιας στυγνής δικτατορίας, την παραπλάνηση
και την προδοσία που τον δηλητηρίασαν, ενώ ο ίδιος πίστευε ότι τον θρέφουν. Η ζούγκλα όμως δεν προσφέρει λύτρωση για τίποτα από αυτά, μόνο αφανισμό. Κι όταν ο ξένος επιχειρεί να καταστρέψει
τον Σάντο Μπράβο, τον άγιο προστάτη του χωριού, ο άγιος γίνεται φίδι εκδικητικό και δραπετεύει, αφήνοντας πίσω του τον κουρνιαχτό μιας απερίγραπτης συμφοράς. Οι χωρικοί, ο σαμάνος τους και ο ξένος παρασύρονται στη δίνη των γεγονότων. Φανερώνουν τα αποτρόπαια μυστικά τους στον Σάντο Μπράβο, με την ελπίδα ότι θα σωθούν δίνοντάς του κάτι από τον εαυτό τους. Αλλά στο δολερό κόσμο της ζούγκλας η πλάνη της αλήθειας και η αλήθεια της πλάνης δεν είναι παρά άλλη μία θανάσιμη παγίδα.
“Η βροχή σταµάτησε, εγώ σταµάτησα, γιατί ξαφνικά βλέπω µπροστά µου εκείνη τη γυναίκα. Την έχουνε δεµένη καθιστή πάνω στην µπίντα όπου είναι θηλιασµένος ο κάβος του βαποριού. Το µέρος απ’ το σώµα της που είναι ψάρι σπαρταράει έξω απ’ το νερό. Θέλω να τη δω για να διαπιστώσω αν είναι έτσι όπως µας την περιέγραφαν στο σχολείο, θέλω να σιγουρευτώ αν µοιάζει στο τατουάζ του µπράτσου µου, αλλά δε µ’ αφήνουν. Οι µπάτσοι της ασφάλειας µε οδηγούν βάναυσα προς τη σκάλα του βαποριού. Σιγά σιγά µε βγάζουν µέχρι την κουβέρτα, κι εκεί γαντζώνοµαι απ’ τα ρέλια για να µπορώ να τη βλέπω, κι ίσως
να καταλάβω γιατί σταµπάρανε µε τη γοργόνα τη ζωή µου.”