Στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς, 1944Ο αξιωματικός των Ες-Ες Πάουλ Μάισνερ, για να αναπτερώσει το ηθικό των αντρών που υπηρετούν στο στρατόπεδο του Άουσβιτς, αποφασίζει να στήσει μια σκακιστική λέσχη.
Όταν μαθαίνει ότι και οι κρατούμενοι παίζουν σκάκι μεταξύ τους, του κινεί την περιέργεια η φήμη για έναν εβραίο ωρολογοποιό, τον Εμίλ Κλεμάν, που θεωρείται ανίκητος.
Τον βάζει τότε να αναμετρηθεί με τους καλύτερους σκακιστές των Ες-Ες του στρατοπέδου και ο Εμίλ, για τον οποίο το σκάκι δεν είναι απλώς ένα πνευματικό παιχνίδι, καταλήγει να παίζει για τις ζωές των συγκρατούμενών του, κερδίζοντας σιγά σιγά το σεβασμό του Γερμανού αξιωματικού.
Άμστερνταμ, 1962Στο πλαίσιο ενός επίσημου τουρνουά σκακιού, ο πρώην κρατούμενος του Άουσβιτς Εμίλ Κλεμάν, που πιστεύει ότι δεν υπάρχουν καλοί Γερμανοί, γνωρίζει τον Βίλχελμ Σβένινγκερ, άλλοτε μέλος του Ναζιστικού Κόμματος και υπάλληλο του γερμανικού Υπουργείου Δημόσιας Διαφώτισης και Προπαγάνδας στο Β? Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά τον πόλεμο, οι δύο άντρες καταλήγουν να θυμούνται και να συζητούν ο καθένας τη δική του πλευρά της ιστορίας και μια απρόσμενη φιλία, μέχρι τότε αδιανόητη, αρχίζει να αναπτύσσεται μεταξύ τους.
Μια ιστορία για τη συμφιλίωση, τη συγχώρεση και τελικά τη λύτρωση.
Ο Εμίλ αναζητάει τα μάτια του φίλου του, σαν να ελπίζει για συγχώρεση.
«Φοβάμαι ότι μολύνθηκα από τη διαφθορά τους. Αν πρόκειται να θυμηθώ αυτή τη μέρα, θα είναι για να πω ότι ήταν μια μέρα που έπαιξα σκάκι. Μου ζητάς πάρα πολλά όταν μου λες να θυμάμαι αυτό εδώ – αυτή τη φρίκη».
Ο Ιβ παίρνει τα χέρια του φίλου του στα δικά του.
«Δεν πρέπει να σκέφτεσαι έτσι. Δεν είναι δική σου η ντροπή, αλλά δική τους. Το κάνουν επειδή δε σημαίνουμε τίποτα γι’ αυτούς. Δεν έχουμε αξία. Δεν είμαστε καν ανθρώπινα όντα πια. Αυτή είναι η αλήθεια εδώ πέρα».
Ο Εμίλ δεν ικανοποιείται.
«Πώς καταντήσαμε τόσο ανάξιοι;»
«Δεν το έχεις καταλάβει, Εμίλ; Είσαι τόσο προσηλωμένος στον εξωπραγματικό, μυστηριώδη κόσμο των πιονιών και των βασιλιάδων που δε βλέπεις ότι ταξιδεύουμε προς την ανυπαρξία;»