Ο Νίκος, ένας μοναχικός πενηντάρης, έχει ερωτευτεί, από την πρώτη στιγμή που τη γνώρισε από αγγελία,
τη Μαίρη. Μολονότι το πάθος είναι μονόπλευρο, επιμένει να την κατακτήσει. Εκείνη όμως παραμένει αδιάφορη. Τότε αποφασίζει να δράσει ως τιμωρός απέναντι σε εκείνους που τη μοιράζονται μαζί του και καταστρώνει σχέδια για την εξουδετέρωσή τους. Παράλληλα η σχέση του με τη Μαίρη έχει σταδιακά μετατραπεί σε ψύχωση. Εκείνη αντιλαμβάνεται την εξάρτησή του, δεν τον ενθαρρύνει, αλλά και δεν τον σταματάει. Όταν εμφανίζονται
σοβαρά προβλήματα στην υγεία της, ο Νίκος, αψηφώντας τα, αποφασίζει να δράσει ωθούμενος στα άκρα.
Παρά την περίσσια προσοχή στις κινήσεις του, όμως, αφήνει ένα παράθυρο μισάνοιχτο, σαν να θέλει ν’ αποφασίσει η μοίρα για τις τελικές συνέπειες των πράξεών του. Θα κατορθώσει τελικά να ξεγελάσει τις διωκτικές αρχές; Θα καταφέρει να ξεγελάσει τον εαυτό του;
“Ζητούσε βοήθεια -µε τα µάτια ακόµη κλειστά, να µη βρίσκουν τη δύναµη να ανοίξουν- από κάποια γυναικεία φιγούρα που µόλις διέκρινε στη νυχτερινή φαντασίωσή του, από κάποια σκοτεινή µορφή που θα µπορούσε
να είναι λυτρωτική αν δεν ήταν ντυµένη στα µαύρα, κι ακόµη αν δεν ήταν θαµπή, θολωµένη. Την έβλεπε αµυδρά στον ύπνο του, ήταν αδύνατο να την προσδιορίσει. Δεν ήταν σίγουρος αν η φιγούρα αυτή, µελαγχολική κι απρόσκλητη, είχε παρουσιαστεί για καλό ή αν συµβόλιζε κάποια καταστροφή, αλλά ήθελε να γίνει ένα µαζί της,
να την αγγίξει. Την ήθελε, αλλά δεν κατόρθωνε να την πλησιάσει”.