“…Και ήταν το σπίτι με την κυρία στη γωνία των κεραμιδιών, που ατένιζε ακίνητη, με τα βυζιά ακουμπιστά στα δυο της πόδια τα κεραμιδένια. Και εκείνος την κοίταζε με μάτια τεντωμένα, που πάντα ήταν εκεί κι ατένιζε μονάχη…
“Ο ήχος βουβός γονάτισε και προσευχιέται κει που ‘γειρε ο ήλιος κόκκινος… Κι εμείς προσμένουμε γονατιστοί… μασώντας κρύα ελεημοσύνη…”