Ένας από τους πιο αιρετικούς ιστορικούς, ο Βίκτορ Ντέιβις
Χάνσον, στο βιβλίο του Πελοποννησιακός Πόλεμος αντιπαραβάλλει έναν πόλεμο
της αρχαιότητας με τις σημερινές συνθήκες, δημιουργώντας ένα συναρπαστικό έργο.
Οι δυο μεγαλύτερες πόλεις-κράτη της Ελλάδας, η Αθήνα και η Σπάρτη, διεξήγαγαν
έναν αιματηρό πόλεμο που κατέληξε στην κατάρρευση της Αθήνας και στο τέλος του
Χρυσού Αιώνα. Το κλασικό έργο για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο είναι η Ιστορία
του Θουκυδίδη ― μια ζωντανή και έγκυρη αφήγηση που παραμένει διαχρονική. Όμως, ο
Χάνσον προσφέρει μια νέα προσέγγιση με μια ολοκληρωμένη χρονολογική εξιστόρηση,
η οποία αντανακλά το πολιτικό υπόβαθρο της εποχής, τη στρατηγική σκέψη των
εμπολέμων, τη δυστυχία στα πεδία των μαχών? επίσης κάνει οξυδερκή σχόλια για το
πώς αυτά τα γεγονότα σχετίζονται με τη σημερινή εποχή.
Η ανάλυσή του μας θέτει μπροστά σε ένα πλήθος προκλητικών και επίκαιρων
ερωτημάτων: Η Αθήνα και η Σπάρτη ήταν δυο υπερδυνάμεις, όπως οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ,
που πολέμησαν μέχρις εσχάτων; Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν ένα προανάκρουσμα
των μακροχρόνιων και ατελέσφορων συρράξεων στο Βιετνάμ και τη Βόρεια Ιρλανδία,
και πιο πρόσφατα στη Μέση Ανατολή; Ή, ήταν όπως ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος,
μια βίαιη σύγκρουση που διέρρηξε τον κοινωνικό ιστό; Ή, μήπως, ένα σχίσμα
ανάμεσα σε φιλελεύθερους και συντηρητικούς, όπως αυτό που ζούμε σήμερα, μια
πολιτισμική αντιπαράθεση που καθορίζει τις πολιτικές για τον πόλεμο; Ο Χάνσον
φέρνει στο φως τα γεγονότα και αποκαλύπτει τους τρόπους με τους οποίους το
παρελθόν μάς διδάσκει πολλά για το παρόν, ενώ η τεκμηριωμένη έρευνα και ο
δυναμικός τρόπος γραφής καθιστούν το έργο του μοναδικό.
«Τον Απρίλιο του 404 π.Χ. ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Λύσανδρος
οδήγησε τελικά τον τεράστιο στόλο των πλοίων του, στα οποία στριμώχνονταν 30.000
ενθουσιώδεις ναυτικοί, στο μισητό λιμάνι της Αθήνας, τον Πειραιά, δίνοντας τέλος
στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ύστερα από την καταστροφή τον προηγούμενο Σεπτέμβριο
του επιβλητικού στόλου της στη ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς, στα νερά της
Μικράς Ασίας, η κάποτε μεγαλοπρεπής πόλη της Αθήνας ήταν τώρα εντελώς
ανυπεράσπιστη. Mα τα χειρότερα δεν είχαν έρθει ακόμα. Σύντομα περικυκλώθηκε, το
ηθικό των κατοίκων της κατέρρευσε, η πόλη γέμισε με πρόσφυγες που λιμοκτονούσαν
και έφτασε στα πρόθυρα της επανάστασης. Αυτό το τέλος θα φάνταζε εντελώς
αδιανόητο τρεις δεκαετίες νωρίτερα, όταν ο Περικλής είχε υποσχεθεί τη νίκη της
δημοκρατίας. Τότε, όμως, ούτε 80.000 Αθηναίοι είχαν υποκύψει στο λοιμό ούτε 500
αθηναϊκά πλοία είχαν βυθιστεί στη Σικελία και στο Αιγαίο».