«Μα τότε, γιατί δεν κάνω τίποτ’ άλλο από το να σκέφτομαι εκείνο το είδωλο και την τεράστια δύναμη που του απέδιδαν οι αρχαίοι; Γιατί απόψε, όταν άκουσα από εκείνο το μοναχό ότι ο στρατός του αυτοκράτορα καταστράφηκε από τους Τούρκους, τα λόγια εκείνου του χρησμού μού ήρθαν ξαφνικά στο νου; Γιατί εκείνα τα λόγια ξεπρόβαλαν μέσα από το σκοτάδι αιώνων λήθης αυτή ακριβώς την ώρα, ακριβώς τώρα που μια ορδή βαρβάρων χωρίς πίστη και χωρίς έλεος βαδίζει αμείλικτη από την ανατολή προς τη δύση, παρασύροντας τα τελευταία απομεινάρια της δύναμης της Ρώμης. Και ποια δύναμη κρύβεται σ’ εκείνες τις σελίδες, από τη στιγμή που κάποιος ήδη προσπάθησε να απαλλαγεί από την έμμονη ιδέα, σβήνοντάς τες από την περγαμηνή; Και γιατί κάποιος άλλος τις έκρυψε, ώστε κανείς να μην τις βρει ποτέ πια, χωρίς όμως να τολμήσει να τις καταστρέψει;»
Από την Τουρκία έως τις ακτές της Τυρρηνικής Θάλασσας, στα ίχνη του μυθικού Παλλαδίου, ο αρχαιολόγος Φάμπιο Οταβιάνι ακολουθεί πανάρχαιες ενδείξεις. Αλλά οι μηχανορραφίες που έλαβαν χώρα εδώ και αιώνες αποδεικνύονται ακόμα απειλητικές. Κυνηγημένος από πάρα πολλούς εχθρούς, ο Οταβιάνι πρέπει να επιστρατεύσει όλο το θάρρος και την ψυχραιμία του. Και η αποφασιστική κίνησή του είναι αντάξια μεγάλου στρατηγού.