Έκλεισα τα μάτια κι άφησα το μυαλό μου να ταξιδέψει στην
κλεψύδρα του χρόνου. Εικόνες από τη ζωή μου πέρασαν μπροστά από τα μάτια μου: ο
γάμος μου, οι καβγάδες, οι γέννες, ο αγώνας μου να μεγαλώσω τα παιδιά μου, η
μοναξιά μου… Προσπάθησα να διακρίνω κάποιες εικόνες από το μέλλον. Τίποτα! Ένα
μαύρο χρώμα σαν καμένο φιλμ. Και δάκρυα. Τι είχα καταφέρει; Και τι μπορούσα να
περιμένω από την υπόλοιπη ζωή μου; Μόνο αβεβαιότητα, μοναξιά και συμβιβασμούς.
Ήμουν μόνη. Κι έπρεπε να τολμήσω. Να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου. Να ψάξω το
μεγαλείο της αγάπης και να κάνω την κάθε μου μέρα μέρα χαράς. Εγώ έφταιγα για
τις στενοχώριες μου, εγώ έφταιγα για τους συμβιβασμούς μου, τα μίση, τη δυστυχία
μου. Εγώ έφταιγα για όλα. Έπρεπε να ξαναβρώ το χαμένο αυτοσεβασμό μου, ν’ αλλάξω
τη ζωή μου. Έπρεπε να βρω το σωστό δρόμο. Έπρεπε να τολμήσω. Και τόλμησα!
«Αυτό που µε τρέλαινε περισσότερο δεν ήταν η πίκρα του χτες
αλλά η απόγνωση του αύριο. Μέρες προγραµµατισµένες ως το τελευταίο λεπτό. Μέρες
γκρίζες, µελαγχολικές, οργανωµένες από άλλους. Κι εγώ, µια µαριονέτα στα χέρια
τους, να κινούµαι στο δικό τους ρυθµό. Καιρό τώρα υποψιάζοµαι πως είµαι κάποια
άλλη. Πως µπήκα στο πετσί µιας ξένης που δεν πολυσυµπαθώ. Μιας άγνωστης που µου
τη φόρτωσαν µε το ζόρι και µε βαραίνει η ύπαρξή της. Νιώθω την έντονη επιθυµία
να επαναστατήσω και να ελευθερωθώ. Να ξαναγίνω το ατίθασο κορίτσι των εφηβικών
µου χρόνων. Να βρω σε ποια γωνιά του παρελθόντος καθηλώθηκα και να ξαναρχίσω από
κει. Να κερδίσω τα χρόνια που αισθάνοµαι πως έχασα. Ν’ αποκτήσω πάλι την
αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασµό µου. Να ζήσω!»