Δυο σταγονίτσες
σ’ ένα λουλούδινο
στάξανε τάσι,
το διψασμένο
πουλάκι ζύγωσε
να ξεδιψάσει.
«Καλό μου αγόρι,
στάσου παράμερα,
μην το πειράξεις!
Κι εσύ σαυρίτσα,
που τρέχεις πλάι του,
μην το τρομάξεις!
»Σώπα για λίγο,
τζιτζίκι φλύαρο,
να σε χαρώ…
Σιγά, αεράκι!
Ένα πουλάκι
πίνει νερό…»