“Κέρασε ένα ποτό ακόμα και θα σου κάνω τη χάρη να σου εξηγήσω το
παιχνίδι χωρίς όρια”.
Κάνω νέο νεύμα στον μπάρμαν. Ο Πατρίκ πίνει μια γουλιά και μου εξηγεί.
Μου σηκώνονται στην αρχή οι τρίχες, μετά τον κοιτάω σαν μποξέρ βαρέων
βαρών που ζυγίζει σαράντα τρία κιλά, δεν μπορώ να πιστέψω πως αυτός ο
Πατρίκ που μισούσε τον παππού του για όσα έκανε στους μαύρους
σκαρφίστηκε αυτό το παρανοϊκό παιχνίδι, αλλά στο τέλος παραδέχομαι ότι
μ’ αρέσει, μπορώ να το παίξω.
“Μπορείς;” με ρωτάει κοροϊδευτικά.
“Μπορώ”, του απαντώ.
“Στοίχημα;”
“Στοίχημα”, συμφωνώ.
“Σε πόσο καιρό;”
“Τρεις μήνες”, λέω χωρίς να το σκεφτώ.
“Τι κερδίζω, αν χάσεις;”
“Ένα ταξίδι για δύο”, λέω.
“Στην Τζαμάικα;”
“Στην Τζαμάικα. Εσύ κι εγώ”.
“Πήγε”.
Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια.
Όλα άρχισαν από ένα στοίχημα δύο φίλων που έπλητταν αφόρητα.
Το μεθυσμένο αστείο έγινε παιχνίδι χωρίς κανόνες, παρτίδα χωρίς τέλος.
Το Μεγάλο Πάθος σ’ αυτό το βιβλίο αντικαθίσταται από τη Μεγάλη Σύγχυση.
Μια χάρη, μόνο, ζητάει ο συγγραφέας από τους αναγνώστες: να μη δουν
τον Οδυσσέα, τον Πατρίκ και τις τρεις Μαρίες ως τα πρόσωπα ενός ακόμα
επεισοδίου στον πολυσυζητημένο “πόλεμο των φύλων”, γιατί σ’ αυτή την
ιστορία το μυστικό βρίσκεται αλλού…