Τρεις γυναίκες όμορφες σαν νεράιδες, μυθικές Νηρηίδες, όποιος τις αντίκριζε έχανε τη λαλιά του…
Η Αγγελική γεννήθηκε σε ένα ορεινό χωριό
της Μακεδονίας το 1903, λίγο πριν απ’ την κατάρρευση
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας• επέλεξε το πεπρωμένο της πηδώντας τη μάντρα του πατρικού σπιτιού και φεύγοντας μακριά.
Η Μαρίνα είδε το πρώτο φως στην πλανεύτρα Θεσσαλονίκη το 1922, μέσα στη δίνη των κοσμοϊστορικών αλλαγών
που έμελλε να φέρει η Μικρασιατική Καταστροφή• προσπάθησε να ξεφύγει από το πεπρωμένο της,
αλλά όλα την οδηγούσαν σε αυτό.
Τέλος, η Ελένη ήρθε στον κόσμο δίπλα στον Δούναβη,
στην κοσμοπολίτισσα Βουδαπέστη, το 1949, την ώρα
που η Ελλάδα σπαραζόταν από τον εμφύλιο πόλεμο• τυλιγμένη σε έναν κόσμο σιωπής, θα συναντούσε
το πεπρωμένο της κατά τύχη, αυτή την τύχη που σώρευσαν βουνό οι δύο προηγούμενες γυναίκες δουλεύοντας σκληρά για να έχει εκείνη μια καλύτερη ζωή.
Και οι τρεις γεννήθηκαν μέσα σε πόλεμο, γνώρισαν
την ορφάνια, γεύτηκαν την απόλυτη φτώχεια αλλά και τα αμύθητα πλούτη, αγαπήθηκαν και αγάπησαν με πάθος
και, τελικά, έζησαν ακριβώς όπως θέλησε η καθεμιά. Ανέλαβαν τον έλεγχο του πεπρωμένου τους
και το οδήγησαν με σταθερό χέρι,
μέχρι που βρήκαν την ευτυχία…
Oι επιθυµίες της δε θα τελείωναν ποτέ, θα γεννούσαν συνεχώς καινούριες, που θα έρχονταν
µε τη σειρά τους να αξιώσουν
την πραγµάτωσή τους. Έτσι,
παρά τα όσα είχε καταφέρει,
δεν έπαυε να κάνει όνειρα και σχέδια. Κάθε µέρα που ανέτελλε ο ήλιος, ζύµωνε ένα φρέσκο όνειρο.
Κάθε δειλινό που αναµασούσε τη µέρα που ξεψυχούσε, ένα ακόµη σχέδιο ερχόταν για να δώσει πνοή στη ζωή της, σαν συνεχόµενο βοριαδάκι
που δεν άφηνε τα νερά ακύµαντα
να λιµνάσουν. Εχθρός της πλήξης
η ατέλειωτη επιθυµία της
για επιθυµίες. Αν υπήρχε το ελιξίριο της αιώνιας νεότητας,
σίγουρα αυτό θα ήταν. ?εν µπορούσε να γεράσει η Αγγελική
όσο θα ονειρευόταν και θα είχε ασίγαστη επιθυµία για επιθυµίες…