Μα µου φαίνεται θέλεις να σου πω για την κατοχή…
Ξέρεις πώς ήτανε για µας τις γυναίκες τότε; Ένα κακό όνειρο, µια εποχή που δεν άφηνε ούτε ένα ξεροκόµµατο ευτυχίας να περισσέψει. Άµα αρπάξεις από τα χέρια του ανθρώπου τα χρειαζούµενα για να ζει, τότε τον κάνεις δυστυχισµένο.
Μονάχα που κι η δυστυχία έχει τα όριά της, µια αρχή κι ένα τέλος. Μπορεί όχι για όλους, θα µου πεις. Ναι, κάποιοι δε βγαίνουνε ποτέ από αυτήν. Μα είναι τέτοιο πλάσµα ο άνθρωπος, που και σε µια τρύπα στη γης να τον παραχώσουνε, θα βρει, άµα το θέλει, το άνοιγµα που αχτιδοβολά ο ήλιος. Κι από κει θα ξεµυτίσει και πάλι, όπως ο µέρµηγκας. Καµιά κατοχή, καµιά σκλαβιά δε µας αποτελειώνει, γιατί τούτες τις φτιάχνουνε οι άνθρωποι και τις προορίζουνε για τους ανθρώπους. Μα η ελευθερία και το δικαίωµα για µια ζωή µε αξιοπρέπεια είναι αγαθά που µονάχα ο Θεός ο ίδιος µπορεί να τα στερήσει…
Τούτα µου τα δίδαξε η ζωή. Τα χρόνια που γείρανε στη ράχη µου. Μη νοµίζεις, λοιπόν, πως εγώ δεν αναζήτησα κατά πού έπεφτε ο ήλιος εκείνα τα χρόνια. Τον αναζήτησα. Λοιπόν, το δικό µου το λαµπερό αχτιδοβόληµα ήτανε το θέατρο του Ζαµπάκη.
Από αυτό πήρα κουράγιο και ζωή. Μα µη νοµίζεις πως ήταν εύκολο για µένα. Για κανέναν δεν ήτανε. Με κυνήγησε ο χρόνος. Έπαιξε παιχνίδια στη ράχη µου, από κείνα που άλλοτε θαρρείς κρατάνε αιώνια κι άλλοτε ζητούν να αποφασίσεις, να πάρεις γενναίες αποφάσεις σε µονάχα µια στιγµή.