Μια κηδεία, μια παρέα με λαμπρό παρελθόν, στάσιμο παρόν και θολό μέλλον, ένας μεγάλος έρωτας σε παρακμή, ένας νεοάνεργος μεσήλικας με τα υπαρξιακά του σε έξαρση, μια μεγαλοκοπέλα που φοβάται τη δέσμευση και μια χώρα σε κρίση.
Σε μια εποχή περικοπών όλα είναι σε ύφεση και υπό διαπραγμάτευση: συναισθήματα, όνειρα, σχέσεις. Οι ισορροπίες χάνονται, τα υπαρξιακά γιγαντώνονται και τα ερωτηματικά κάνουν παρέλαση. Η αβεβαιότητα και το παράλογο γίνονται μέρος της καθημερινότητας και ο καθένας ψάχνει τους δικούς του μηχανισμούς επιβίωσης.
Μια παραλία με λευκή, ψιλή άμμο, μια καλοκαιρινή νύχτα με πανσέληνο. Στη μια της άκρη ένα μικρό μπαράκι. Μουσική ρέγκε, αγόρια και κορίτσια που χορεύουν ξυπόλυτα στην παραλία, ζευγάρια που φιλιούνται παθιασμένα… Ένα ψηλόλιγνο, όμορφο αγόρι, γύρω στα είκοσι, προχωρά γεμάτο αυτοπεποίθηση στην ακροθαλασσιά. Στο ένα χέρι ένα μπουκάλι βότκα καπελωμένο με πλαστικά ποτήρια. Στο άλλο μια σακούλα με πάγο, που αφήνει στο διάβα της σταγόνες νερού. Φτάνει στην άλλη άκρη της παραλίας, πλησιάζει μια παρέα που ’ναι αραχτή στην άμμο και κάθεται κι εκείνος. Μοιράζει ποτήρια, γεμίζει πάγο και βότκα. Υψώνουν τα ποτήρια.
«Στους πιο όμορφους, στους πιο έξυπνους, στους πιο ικανούς, δηλαδή σ’ εμάς!» λέει και πίνουν όλοι γελώντας.