Το 1291, στην κόλαση πυρός και σιδήρου, στη φλεγόμενη πόλη της Άκρας, που από στιγμή σε στιγμή θα πέσει στα χέρια των Αράβων, ένας νεαρός Ναΐτης κι ο μέντοράς του προσπαθούν να αποδράσουν και να περισώσουν ένα μυστηριώδες κασελάκι που τους εμπιστεύτηκε ο ετοιμοθάνατος μέγας μάγιστρος του τάγματος. Το πλοίο όμως που τους μεταφέρει στη σωτηρία εξαφανίζεται χωρίς να αφήσει το παραμικρό ίχνος.
Στη σύγχρονη Νέα Υόρκη, στα εγκαίνια μιας έκθεσης με θησαυρούς του Βατικανού στο Μητροπολιτικό Μουσείο, τέσσερις έφιπποι μασκοφόροι, ντυμένοι Ναΐτες ιππότες, εισβάλλουν στο μουσείο και σκορπούν τον όλεθρο μέχρι να φτάσουν στην πολύτιμη λεία τους. Η Τες, μια αρχαιολόγος που παρευρίσκεται στην εκδήλωση, παρακολουθεί έντρομη τον αρχηγό των εφίππων να παίρνει στα χέρια του μια παράξενη συσκευή-έκθεμα. Ο μυστηριώδης ιππότης ψιθυρίζει ευλαβικά μια φράση στα λατινικά και οδηγεί την ομάδα του έξω από το μουσείο, για να εξαφανιστούν μες στη νύχτα.
Ο επικεφαλής των πρακτόρων του FBI που αναλαμβάνει την υπόθεση και η αρχαιολόγος θα παρασυρθούν στη δίνη μιας σκοτεινής και καλά κρυμμένης ιστορίας. Ένα ανελέητο κυνηγητό ξεκινά, ένα αμείλικτο παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, όπου αδίστακτοι δολοφόνοι αλλά και άνθρωποι υπεράνω πάσης υποψίας θα ταξιδέψουν σε τρεις ηπείρους, στην προσπάθειά τους να ανακαλύψουν το χαμένο μυστικό των Ναϊτών.
«Αφού ακούμπησε το μηχάνημα σ’ ένα σκεβρωμένο ξύλινο τραπέζι, πήγε σε μια γωνιά του κελαριού και άρχισε να ψαχουλεύει μέσα σ’ ένα σωρό από κουτιά και παλιούς χαρτονένιους φακέλους. Πήγε αυτόν που χρειαζόταν στο τραπέζι, τον άνοιξε και έβγαλε προσεκτικά από μέσα ένα ντοσιέ. Από εκεί τράβηξε αρκετές σελίδες χοντρό χαρτί, που τις τοποθέτησε με τάξη δίπλα στο μηχάνημα. Έπειτα κάθισε και άρχισε να κοιτάζει μια τα έγγραφα και μια το μηχάνημα με τα γρανάζια, απολαμβάνοντας τη στιγμή.
»“Επιτέλους”, μονολόγησε. Η φωνή του ήταν απαλή, αλλά ραγισμένη από την αχρηστία.
»Έπιασε ένα μολύβι και έστρεψε όλη του την προσοχή στο πρώτο από τα έγγραφα. Κοίταξε την πρώτη αράδα της ξεθωριασμένης γραφής κι έπειτα άπλωσε το χέρι του στα κουμπιά στο πάνω μέρος του μηχανήματος και ξεκίνησε την επόμενη, ζωτικής σημασίας φάση της προσωπικής του οδύσσειας.
»Μιας οδύσσειας το τελικό αποτέλεσμα της οποίας ήξερε ότι θα συγκλόνιζε τον κόσμο».