Δύο παράλληλες ιστορίες: η ιστορία ενός άντρα που φεύγει για
τον πόλεμο και η ιστορία μίας γυναίκας που τον περιμένει.
Η ηρωίδα του βιβλίου χάνει την ακοή της μετά από μια παιδική ασθένεια που πέρασε
στην ηλικία των πέντε ετών. Μέχρι τα εννέα της χρόνια έχει δάσκαλο στο σπίτι και
μετά τη στέλνουν σε ειδικό σχολείο. Εκεί θα δημιουργήσει φιλίες ζωής, θα
επιλέξει τον επαγγελματικό της δρόμο ―θα γίνει νοσοκόμα― και θα συναντήσει τον
άντρα που θα ερωτευτεί, ο οποίος δεν έχει κανένα πρόβλημα με την ακοή του.
Το μυθιστόρημα πλημμυρίζει από ήχους και από την απουσία τους, πλημμυρίζει από
την κατανόησή τους, την επιμονή στη δύναμη της γλώσσας και την ανάγκη να
ειπωθούν και να ξαναειπωθούν οι ιστορίες μας.
Μια κωφάλαλη γυναίκα διδάσκει έναν άντρα τη δύναμη των ήχων, κι αυτό είναι μόνο
ένα από τα θαύματα του βιβλίου. H συγγραφέας χειρίζεται με αριστουργηματικό
τρόπο το υλικό της, κι έτσι η ιστορία δεν είναι ένα κλασικό πολεμικό ρομάντζο,
μια θλιβερή ιστορία εραστών που αποχωρίζονται. Είναι μια μαρτυρία για τη δύναμη
της γλώσσας: είναι δυνατότερη από το χωρισμό, το φόβο, την αρρώστια, το τραύμα,
ακόμα και το θάνατο. Η Ιτάνι μάς διδάσκει τι μας συνδέει, τι μας δίνει την
ανθρώπινη υπόσταση.
«Μεταξύ πρωινού και γεύματος, όταν δεν υπάρχει κόσμος στην
τραπεζαρία του ξενοδοχείου, η μητέρα διασχίζει το σοκάκι και οδηγεί την Γκράνια
στην κουζίνα στο πίσω μέρος του σπιτιού. Σερβίρει ένα φλιτζάνι τσάι για τον
εαυτό της και το βάζει στο τραπέζι. Υπάρχουν φουσκάλες στο φλιτζάνι. Η Γκράνια
θέλει να της πει ότι οι φουσκάλες σημαίνουν τύχη. Αλλά η μητέρα έχει ακούσει
όλες τις θυμοσοφίες της νόνας και δε θα θέλει να τις ξανακούσει. Δεν είναι η
νόνα μητέρα της δικής της μητέρας; Αυτή είναι μια περίπλοκη σκέψη, γιατί
σημαίνει ότι η μητέρα ήταν κάποτε ένα μικρό κορίτσι όπως κι εκείνη, και δεν έχει
εικόνα στο μυαλό της γι’ αυτό».