«Αλήθεια, δεν έβρισα ποτέ γυναίκα, δε χτύπησα, δεν καταπίεσα… Μόνο τις φιλούσα και τις χάιδευα με την καρδιά μου περισσότερο παρά με τα χέρια… Κι έτσι μεγάλωσα. Νόμιζα για χρόνια ολόκληρα πως ήξερα καλύτερα από τον καθένα τι πάει να πει αγάπη! Έφτασα τριάντα χρονών να περνάω κάθε χειμώνα μου όπως και τα καλοκαίρια, από αγκαλιά σε αγκαλιά. Χωρίς να νοιάζομαι για το μέλλον, για τις ευθύνες μου πάνω σ’ αυτή τη γη, για το τι θα παραδώσω στον τόπο που με γέννησε… Μόνο το χαμόγελο του κατακτητή θα θυμόντουσαν από μένα, καταλαβαίνεις. Ένα κακομαθημένο αγόρι, με λίγα λόγια. Τώρα όμως βρήκα την αγάπη την αληθινή, που δεν ξέρω πώς να την περιγράψω και ούτε ξέρω αν μου αξίζει…»
Ο γάμος σ’ ένα αρχοντικό σπίτι με ωραίο κήπο τού έδωσε την ευκαιρία. Ήρθε καλεσμένος στο σπίτι του Σπύρου μόνος, γιατί ο άλλος φίλος δεν μπόρεσε. Του άνοιξε την πόρτα, τυπικά ευγενική. Τον κοίταξε με τα μάτια χαμηλά. Του ζήτησε τσιγάρο.
Και όλα γκρεμίστηκαν από ένα καλωσόρισμα, μια ντροπή και μια φλόγα.