Μια νέα γυναίκα βρίσκεται δολοφονημένη σε ένα κέντρο φιλοξενίας για απόκληρους και για ανθρώπους με παρεκκλίνουσα συμπεριφορά στη Στοκχόλμη.
Στην ίδια πολυκατοικία, δύο ορόφους πιο πάνω, ξυπνά ο αστυνομικός Λέο Γιούνκερ από τα γαλάζια φώτα των φάρων των περιπολικών. Ξεκινά η έρευνα για την ανεύρεση του δολοφόνου, αλλά κάθε βήμα προς τα εμπρός οδηγεί πιο βαθιά στο λαβύρινθο που έχει δημιουργήσει ο άφαντος δράστης.
Είκοσι χρόνια πριν, την εποχή που ο Λέο ήταν έφηβος, γνώρισε δύο πρόσωπα που έμειναν για πάντα στην καρδιά του.
Ήταν ο Τζον, που έγινε πολύ καλός του φίλος, και η αδελφή του Τζον, η Τζούλια, που έγινε κάτι παραπάνω από φίλη του.
Ο άνθρωπος όμως που θα αλλάξει τα πάντα είναι αυτός που καραδοκεί στο σκοτάδι.
«Αποµακρύνθηκα από την πόρτα του παλιού σου σπιτιού κι έφυγα. Κρύβοµαι. Ταξιδεύω τώρα που σου γράφω. Κινούµαι. ?ε µου άρεσε να ταξιδεύω όταν ήµουν παιδί, τώρα όµως το γουστάρω. ?εν µπορείς να αιχµαλωτίσεις έναν άνθρωπο που κινείται. Το έµαθα καλά αυτό. Ο άνθρωπος που κινείται δεν είναι ορατός – δεν είναι παρά µόνο µια σκιά, µια θολή παρουσία. Θα µε έπαιρνες είδηση αν ταξιδεύαµε στο ίδιο βαγόνι; Θα µε έβλεπες και θα καταλάβαινες πως είµαι εγώ; ?εν το πιστεύω. ?ε θυµάσαι. ?ε θυµάσαι τίποτα. Σου γράφω επειδή πρέπει να θυµηθείς, αλλά τα πράγµατα δε µου βγαίνουν όπως τα σκέφτοµαι. Είµαι διχασµένος. Είµαι έρµαιο. Οδηγώ το αυτοκίνητο και περνώ πάνω από τα πεσµένα φύλλα των δέντρων. Σε µια γωνία κοντά στο σιδηροδροµικό σταθµό βλέπω κάποιους περιθωριακούς τύπους και σκέφτοµαι πως ήµασταν κι εµείς έτσι κάποτε. Είµαστε ακόµα;»