Το σούρουπο έχει πέσει εδώ και πολλή ώρα.
Τα καΐκια αρχίζουν να ανάβουν ένα ένα τις λάμπες, άλλο για ψάρεμα κι άλλο για κάποιες δουλειές που πρέπει να τελειώσουν απόψε.
Τα σοκάκια στη Δραπετσώνα είναι έρημα.
Πού και πού ακούγεται κανένα βήμα κι αυτό βιαστικό.
Είναι χειμώνας του ’41. Έχει πολύ κρύο απόψε.
Οι φουφούδες είναι όλες αναμμένες. Η κυρα-Αγγελική άναψε το μαγκάλι της με ό,τι ξύλα βρήκε.
Το άφησε να χωνέψει και το έβαλε στο δωμάτιο που είναι μαζεμένα τα μικρά της, ο Νίκος, ο μεγαλύτερος, η Ιωάννα, που είναι η μικρότερη – αυτός που δεν έχει μαζευτεί ακόμη είναι ο Κώστας της, ο μικρός της γιος, ο μεσαίος από τα τρία της παιδιά. Μαζεύονταν τα μικρά κοντά να ζεσταθούν – είναι δύσκολα χρόνια για όλους. Αλλά για την κυρα-Αγγελική και τα μικρά της κάτι παραπάνω. Ο προκομμένος της την άφησε με τρία παιδιά μες στην Κατοχή…