Λένε πως οι παλιές αγάπες δεν πεθαίνουν. Πάντα κάτι μένει και σκιρτάει μέσα μας.
Λένε πως δεν είναι όλες οι ιστορίες ίδιες. Λένε πως κάθε φορά που όλοι εμείς υποσχόμαστε “για πάντα” ή “ποτέ πια”, η αιωνιότητα… ξεκαρδίζεται.
Η Μιρέλλα ήθελε το δικό της παραμύθι να έχει πρίγκιπες και οπωσδήποτε καλό τέλος. Ήταν τόσο κοντά σε αυτό το καλό τέλος… Στα σκαλιά της εκκλησίας θα την περίμενε κουστουμαρισμένος ο Άγγελος με μια ανθοδέσμη στο χέρι και μια υπόσχεση “για πάντα”. Αυτό που ζούσε με τον άντρα των Βρυξελλών θα τελείωνε. Τι κι αν βίωνε μαζί του το απόλυτο πάθος; Ο άντρας της αμαρτίας είχε σημείο λήξης στον ορίζοντα. Σήμερα, αύριο, η τρέλα αυτή θα τελείωνε. Κάθε πρωί που ξύπναγε, μετατόπιζε το σημείο λήξης λίγο μακρύτερα. Ζωνόταν προσεκτικά τα εκρηκτικά
της καταστροφής και ριχνόταν με τυφλό πάθος στον παράνομο έρωτα. Ο κίνδυνος, αντί να τη φρενάρει, τη μεθούσε. Να ρουφήξει το μεδούλι αυτής της τρέλας. Ακόμα μια φορά. Τελευταία φορά, που ποτέ δεν ήταν τελευταία. Εθιστική σαν ναρκωτικό η σχέση με τον άντρα του πάθους. Ποτέ πια, έλεγε κάθε φορά μετά. Μόνο μια τελευταία φορά, έλεγε πάλι πριν ξαναρχίσει.