Είναι η ιστορία μιας γυναίκας.
Η Ματίνα, το μελαψό κορίτσι, χόρευε στο δρόμο. Κουνούσε τους γοφούς της σε έναν αισθησιακό, ερωτικό χορό που κάθε γυναίκα ήθελε να χορέψει και ίσως και να το έκανε πίσω από κλειστές πόρτες, αλλά ποτέ έξω στον κόσμο, ποτέ μπροστά στα γεμάτα πόθο μάτια των ξένων.
Νόμιζαν πως ο θάνατος θα τη δαμάσει.
O άντρας έβγαλε το μαχαίρι του και η αντανάκλαση του ήλιου έπεσε στην αιχμηρή κόψη. Πλησίασε τη Ματίνα.
Έκαναν λάθος.
“Η γιαγιά ήταν λουσμένη στον κρύο ιδρώτα. Έβγαλε ένα μαντίλι από την τσέπη της και σκούπισε το μέτωπό της.
Γιατί όλες αυτές οι αναμνήσεις από την παιδική της ηλικία, αναμνήσεις που είχε κρύψει βαθιά μέσα της, έβγαιναν στην επιφάνεια τώρα, εκείνη τη μέρα, ύστερα από τόσα χρόνια; Ύστερα από όλη την προσπάθεια και τον αγώνα που είχε κάνει για να σβήσει το παρελθόν, για να ξεχάσει τη Ματίνα;”