«Τι όνομα να σου δώσω; Να σε θυμούνται, παιδί μου, να σε ρωτάνε και κάτι να σημαίνει! Να είσαι πεπρωμένο, αξέχαστη. Σημάδι να αφήνεις όπου ακουμπήσεις. Σαν το κόκκινο κρασί, που βάφει το λευκό τραπεζομάντιλο τις Κυριακές που τρώμε όλοι μαζί. Να είσαι μία και μοναδική. Μοίρνα θα σε πω! Μοίρα και Νάμα. Το κόκκινο γλυκό κρασί της Μοίρας. Να σε χαίρομαι, μικρή μου κόρη!»
Όμως ο αέρας και η βροχή μπήκαν ορμητικά στο καθιστικό, έσβησαν τα κεριά κι έριξαν το ποτήρι. Το κόκκινο κρασί χύθηκε πάνω στο τραπέζι.
Πόλη, Ρώμη, Πειραιάς, Σύρος, Θησείο, Πήλιο… Πενήντα χρόνια ζωής, τρεις γενιές ανθρώπων. Ζωή, θάνατος, όνειρα, εφιάλτες, έρωτες, χωρισμοί, επαναστάσεις και συμβιβασμοί! Όλα ένα ταξίδι. Και έγιναν τα τραγούδια δρόμος!…
«Φεύγω», ξαναείπε. Αυτή τη φορά το είπε δυνατά, να ακουστεί μέσα στο σπίτι, να το ακούσει και η ίδια. Άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε μαλακά τις σκάλες. Γελώντας, έφτασε στο αυτοκίνητό της και μπήκε μέσα με ανακούφιση.«Μουσική», είπε κι άνοιξε το ραδιόφωνο. Έτσι ζούσε τη ζωή της η Μοίρνα, με τραγούδια, με μουσικές, στίχους και εικόνες. Στις εικόνες της ζωής της έβαζε τραγούδια και στα τραγούδια τη ζωή της.