Το σύνδρομο των συνόρων είναι ένα είδος «αρρώστιας», που δεν
υπάρχει καν στον κατάλογο των αναγνωρισμένων ψυχικών διαταραχών. Το στοχαστικό
αυτό μυθιστόρημα μιλά ακριβώς για την αρρώστια αυτή. Με δυο διαφορετικές
αφηγηματικές φωνές, μιλά για τα σύνορα του ολοκληρωτισμού, της φυγής, της
ενοχής, του έρωτα, της προσδοκίας, της συνύπαρξης, της άδειας παραμονής.
Γεφυρώνει το ατομικό με το συλλογικό, δίνοντας φωνή σ’ όλους τους μετανάστες που
θωρακίστηκαν στη σιωπή τους.
Στο Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων δε συμβαίνει τίποτα το ιδιαίτερο – και
ταυτόχρονα συμβαίνουν τα πάντα. Ο πρωταγωνιστής αφηγείται τις εφτά πρώτες μέρες
μιας παρέας Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα στις αρχές του ’90. Είναι μια αφήγηση
όπου το δράμα και η τραγωδία συνυπάρχουν με το μαύρο χιούμορ και τη λυτρωτική
αυτοειρωνεία. Ένα μυθιστόρημα που μας θυμίζει επιπλέον πως σε αυτό τον κόσμο
είμαστε όλοι μετανάστες, με μια προσωρινή άδεια παραμονής πάνω σε αυτή τη γη,
αθεράπευτα περαστικοί.
Πέρασα τα σύνορα μιας ξένης χώρας, της Ελλάδας, στις
15-01-1991. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τα σύνορα μιας άλλης χώρας και η πρώτη
φορά επίσης που έβλεπα τα σύνορα της πατρίδας μου: τα έσχατα όρια ενός κόσμου
που ίσως μας είχε πετάξει έξω από το χρόνο, έξω από τον κόσμο. Στην επιχείρηση
φυγής νόμιζα πως θα ήμουν μόνος, βρέθηκα όμως να βαδίζω με ένα καραβάνι
ανθρώπων…
…Στο συνοριακό φυλάκιο, από την αλβανική πλευρά, μας περίμεναν τέσσερις
στρατιώτες με Kαλάσνικοφ και ο αξιωματικός, ο οποίος μας κοιτούσε με ένα βλέμμα
που φανέρωνε κάτι ανάμεσα σε περιφρόνηση και θυμό.
Ο αξιωματικός: «Πού πάτε;»
Μια φωνή: «Να φύγουμε…»
Ο αξιωματικός: «Ποιος μίλησε;»
(Σιωπή)
Ο αξιωματικός: «Έχετε διαβατήρια;»
Μια φωνή: «Μας δώσατε εσείς διαβατήρια;»
Ο αξιωματικός: «Ποιος μίλησε;»
(Σιωπή)
Ο αξιωματικός: «Ξέρετε ότι μπορεί να περάσετε χειρότερα εκεί που θα πάτε;»
Μια φωνή: «Ας φύγουμε και ας περάσουμε…»
Ο αξιωματικός: «Εντάξει τότε, όποιος θέλει μπορεί να περάσει…»