Ένα βάζο κόκκινο γλυκό
«Η μοναξιά κόλλαγε πάνω της σαν κυδώνι γλυκό. “Μη βγάζεις τ’ αμύγδαλα, είναι πιο ωραίο έτσι”, φώναζε η γιαγιά,
αλλά εκείνης καθόλου δεν της άρεσαν. Βούταγε τα δάχτυλά της μέσα στα κόκκινα πιατελάκια και ψάρευε αμύγδαλα, και
το κυδώνι κόλλαγε στα χέρια, στα χείλια, στα μάγουλα, έσταζε στα ρούχα, στο τραπεζομάντιλο, ακόμα και στις
καρέκλες, δημιουργώντας παγίδες σιροπιού για όποιον ανύποπτο θα καθόταν πάνω τους».
«Con simpatia, Gabriel»
«Φτάνει μόνο ένα πρόσωπο
να σου λείπει
κι όλα είναι έρημα».
Λαμαρτίνος
«Παίρνω μολύβι για γραφή,
μα δεν την τελειώνω·
η φαντασία μου σκορπά
στο πρόσωπό σου μόνο».
Ανώνυμος
7268347
«Ρε γαμώτο, άργησα.
»Πάλι άργησα και πάλι θα γκρινιάζει. Και όσο πάει αργώ και περισσότερο. Διαβολεμένη κίνηση στο δρόμο, ούτε με
τριάντα χιλιόμετρα δεν πάω. Τουλάχιστον να της τηλεφωνήσω να της το πω. Όχι πως θα γλιτώσω τη μουρμούρα, αλλά
μπορεί να γλιτώσω την κρίση ανασφάλειας. Ευτυχώς έχει μπαταρία το κινητό. Ορίστε, μιλάει, κι αν αφήσουμε την Καίτη να μιλάει στο τηλέφωνο, θα το κλείσει μεθαύριο. Κωλοφάναρο, ποτέ δε θα ανάψει το πράσινο, ποτέ. Μία ώρα και δέκα λεπτά καθυστερημένος. Θα της πω την αλήθεια. “Αγάπη μου, πνιγόμουν στη δουλειά, πώς τα κατάφερα κι έφυγα
ούτε εγώ κατάλαβα… Πάλι καλά που περίμενες μόνο μία ώρα…” Ποπό, σαν να την ακούω…»