Ποιος είπε πως στην Ίμβρο δεν κατοικούν πια άγιοι, γιατί ρημάχτηκαν από
βέβηλα χέρια οι εκκλησιές και τα ξωκλήσια;
Η κυρα-Λένη στο Σχοινούδι, που δε θέλει ν’ ακολουθήσει την κόρη της έξω
απ’ το νησί, μιας και δεν τη βαστάνε πια τα πόδια της, βρίσκει κουράγιο
και κουβαλάει ξύλα με το γαϊδαράκο της, για να ’χει ζέστα το χειμώνα.
Η κυρα-Μάργκω κι η αδελφή της η Ουρανία, που μένουν στους Αγίους
Θεοδώρους για να φροντίζουν τη νόνα τους που πέρασε τα ενενήντα.
Ο παπα-Νικόλας, που αρμέγει την αγελάδα μετά τον εσπερινό και κάνει
τρισάγιο στα μνήματα στ’ Αγρίδια.
Ο Γιώργος κι ο Νίκος, που είχαν τον τρόπο τους κι άλλη ζωή στην Πόλη
και την Αυστραλία και γύρισαν πίσω να κατοικήσουν στο νησί.
Ο κυρ Γιάννης, που μια φορά την εβδομάδα ανεβαίνει πάνω στο βουνό κι
ανάβει το καντήλι της Παναγιάς της Μπαλωμένης.
Ο Παρασκευάς, που φοράει την τοπική ενδυμασία κόντρα στους καιρούς.
Πίνει ρακή και στοχάζεται τις μέρες που χάθηκαν δακρύζοντας. Πάει στον
καφενέ τ’ απόβραδα μ’ ένα κλωνί βασιλικό πίσω απ’ τ’ αφτί. Χορεύει στα
πανηγύρια κι ελπίζει σε καλύτερες μέρες, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι και
μαζί τους κι εγώ.
Αρασιά