Μισοξαπλωµένος στα µαξιλάρια του. Ανέπνεε µε δυσκολία. Το βλέµµα καρφωµένο στο άπειρο. Τι να έβλεπε; Είχα ακουµπήσει άθελά µου το χέρι µου στα σκεπάσµατα. Κάποια στιγµή µού το έσφιξε µε το δικό του χέρι. Ανατρίχιασα. Έκαιγε από τον πυρετό. Ένιωθα τα κόκαλα του χεριού που τα είχε εγκαταλείψει η σάρκα.
– Πες µου, πώς πάνε τα εθνικά µας προβλήµατα;
Αναστατώθηκα. Η φωνή του έφερε στη σκέψη την κραυγή “Η Ελλάδα στους Έλληνες”. Πού βρήκε τη δύναµη; Το βλέµµα του αγριεµένο. Έβλεπε τον Χάροντα και αντιστέκοντάν του.
– Πρόεδρε, άφησέ τα αυτά. Να σου περάσει ο πυρετός και θα τα ξαναπούµε.
– Πες µου τώρα… Θέλω να µάθω…
Είχα ζαρώσει δίπλα του. Στα λόγια του στυλώθηκα. Το µεγαλείο ενός ανθρώπου, που βλέποντας το τέλος να πλησιάζει, σκέψη άλλη δεν είχε παρά την Ελλάδα, µε είχε συνεπάρει.
– Τρέχα… ο πρόεδρος…
Κι ο αδηφάγος δηµοσιογράφος:
– Πείτε µας δυο λόγια… Τι αισθάνεστε που έφυγε ο πρόεδρος;
Ένας λυγµός. Ένας βαθύς λυγµός. Δεν έχει ακόµη κοπάσει…
– Όταν τόσοι πολλοί προσπαθούν να τον σφετερισθούν, να τον αντιγράψουν, αγνοώντας ότι ο Ανδρέας διδάσκει, αλλά δεν αντιγράφεται. Και τα θλιβερά κακέκτυπα αποτελούν τη χειρότερη υπηρεσία για την αξιολόγηση της πολιτικής υποθήκης του.
– Όταν άλλοι προσπαθούν να τον αµαυρώσουν, προσφέροντας την πιο µεγάλη υπηρεσία, µιας και η µεγαλοσύνη των µεγάλων µετριέται στη σκιά τους, όπως λέει κι ο ποιητής.
– Όταν έχει έλθει η στιγµή να λεχθούν και τα απόρρητα, αν όχι όλα, αρκετά, ώστε ο ιστορικός του µέλλοντος να φθάσει κοντά στην αλήθεια…
Τότε και η πιο µικρή λεπτοµέρεια έχει τεράστια σηµασία.